Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο, γίνεται μία σύντομη ανάπτυξη και αναφορά επί της παραδοσιακής δικαιοσύνης. Έπεται μία συνοπτική αναδρομή στην ενωσιακή και την εθνική νομοθεσία για τη μετρίαση της κλιματικής αλλαγής, δεδομένου ότι, σε επίπεδο θετικού δικαίου, η συγκεκριμένη νομοθεσία συνιστά τη νομική βάση και το κοινωνικό υπόβαθρο της εκδίκασης των υποθέσεων εκ μέρους των αρμοδίων δικαστηρίων. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η ανάλυση της ενεργειακής δικαιοσύνης με τις αρχές και τα στοιχεία της, ενώ ακολουθεί η ανάλυση και η προσέγγιση στην κλιματική δικαιοσύνη. Η τελευταία είναι μία πολύ νέα κατάσταση και έννοια, και για την κατανόηση του θέματος έχουν παρατεθεί ενδεικτικές αποφάσεις διεθνών και εθνικών δικαστηρίων, προκειμένου να καταστεί περισσότερο σαφές το αντικείμενο της κλιματικής δικαιοσύνης και να μειωθεί ο σχετικισμός που διέπει τη δικαιοσύνη εν γένει. Κατόπιν, το πόνημα ασχολείται με την κλιματική δίκη, αναδεικνύοντας τις αρχές και τα στοιχεία της, καθώς και το αντικείμενό της, ώστε να καταστεί σαφής η διαφορά από την περιβαλλοντική δίκη και τις λοιπές μορφές έννομης προστασίας σε ενεργειακά ζητήματα. Η αναφορά στην κλιματική δίκη γίνεται σε σχέση με την ευρεία και ποικίλη νομολογία που παρατίθεται στο προηγούμενο κεφάλαιο, όπου τα επιληφθέντα δικαστήρια εκδίκασαν τις σχετικές διαφορές με διαφορετικές νομικές βάσεις. Ακολούθως, γίνεται η αναγκαία αναφορά στην ποινική διαχείριση της προστασίας του περιβάλλοντος και στην «Πράσινη» Εγκληματολογία, έναν νέο τομέα του Ποινικού Δικαίου. Το πόνημα συνοδεύεται από μία ευρεία ημεδαπή και αλλοδαπή βιβλιογραφία.
Επομένως, μεθοδολογικά, το έργο συνδυάζει τέσσερις διαστάσεις: (α) εννοιολογική, προσδιορίζοντας με ακρίβεια τους όρους και τις αρχές που διέπουν το πεδίο, (β) κανονιστική, αναλύοντας το δίκαιο σε όλα τα επίπεδα –διεθνές, ενωσιακό, εθνικό, (γ) νομολογιακή, ερμηνεύοντας τη δικαστική πρακτική ως κινητήρια δύναμη μεταβολής και (δ) συγκριτική, αναδεικνύοντας βέλτιστες πρακτικές και παραδείγματα από διαφορετικά νομικά συστήματα. Αυτό το πολυδιάστατο μεθοδολογικό πλαίσιο καθιστά το έργο απαραίτητο τόσο στον ερευνητή όσο και στον εφαρμοστή του δικαίου, αλλά και σε κάθε πολίτη που επιδιώκει να κατανοήσει πώς οι μεγάλες παγκόσμιες δεσμεύσεις αποκτούν περιεχόμενο στην καθημερινή έννομη πραγματικότητα.


