ΑΝ[ΝΑ]
Μη με κοιτάς, είμαι από ξύλο κι από φως
που επέστρεψε στα παιδικά σου χρόνια
γαλάζιο που λιγόστεψε γιατί θυμάται,
μη με ρωτάς, ξεχνάω τα σώματα, τα ονόματα
τά ’σβησε ο αέρας, πάντα φυσάει σε τούτη την ακτή
μα πώς να ξεπλύνει η αλμυρή βροχή τις τύψεις
του καιρού, σκουριές στ’ αγκίστρια, τα κουπιά
σπασμένα πλάι στo νερό.
Ό,τι θυμάσαι, όμως, είναι εδώ
αυτή η ροή σαν κύκλος σε ειρωνεύεται
δες την θάλασσα
τα ίδια κύματα θα σε διασχίζουν πάντα
κι η άγκυρα που αναζητάς βυθίστηκε
στον ουρανό.


