Η αφήγηση του Βαρβαρέσου επιχειρεί να παρουσιάσει μέσα από την ίδια την Ιστορία, το ταξίδι και τις συναντήσεις του δρόμου, την κατάσταση που επικρατούσε στο Θιβέτ μετά τις δύο εισβολές του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Μάο, το 1950 και το 1959, αναζητώντας εναγωνίως να κατανοήσει ο ίδιος σε τι βαθμό η Ιστορία είχε εξοβελίσει τους μύθους στη «Χώρα του Χιονιού», μερικές δεκαετίες αργότερα: «Πριν την αναχώρησή μου αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να δω πίσω από τις “βαριές σκιές” αυτών των βουνών. Αναρωτιόμουν πώς η ανθρώπινη βία είχε καταφέρει να εγκατασταθεί στα πιο ψηλά υψίπεδα του πλανήτη. Ζητούσα να αφουγκραστώ τις ιστορίες των Θιβετιανών για τη χώρα τους, τη ζωή τους, τους θεούς τους, την πίστη τους, τις αλλαγές που βίωναν μετά την εισβολή του 1959, στη “σκιά” της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο…»
Με όπλα την Ιστορία, τη γεωγραφία, την ηθογραφία, τις μαρτυρίες, τους μύθους, τον «δρόμο», ο Βαρβαρέσος καταφέρνει να αποκωδικοποιήσει σε μεγάλο βαθμό τη ζωή και την πνευματικότητα ενός λαού, κάνοντας πιο έντονα τα χρώματα, τους ήχους και το άρωμα αυτού του μοναδικού ταξιδιού.


