Το παραπάνω γεγονός σε συνδυασμό με την έλευση χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρασία στην χώρα μας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες εξέλιξης και διαμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας, του αστικού αλλά και του αγροτικού χώρου της σύγχρονης Ελλάδας. Παράλληλα, τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κυρίως προνοιακού χαρακτήρα συνιστούν ένα σημαντικό απόθεμα για τη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης στη χώρα αλλά και διεθνώς, ως χωρικό αποτύπωμα της Συνθήκης της Λωζάνης.
Η παρέλευση των εκατό ετών από την κατασκευή τους, διάστημα το οποίο βάσει του αρχαιολογικού νόμου καθιστά τα παραπάνω κτίσματα αυτοδικαίως διατηρητέα, ταυτόχρονα αναδεικνύει τον κίνδυνο που ελλοχεύει για την άμεση κατεδάφισή τους με σκοπό την αποφυγή αυτής της κήρυξης. Οι ενέργειες για την προστασία τους παραμένουν σημειακές, αν και όχι αμελητέες. Ο τρόπος της ένταξής τους στην πολιτιστική μας κληρονομιά αποτελεί πεδίο ενδιαφέροντος προβληματισμού αλλά και προκλήσεων.
Ποιες είναι οι διαδρομές της αναγνώρισης των «προσφυγικών» ως μέρος της εθνικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς; Ποιοι οι φορείς και ποια τα πολεοδομικά και νομικά εργαλεία που σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησαν στην προστασία και διατήρησή τους; Και ποια σε άλλες περιπτώσεις είναι τα εμπόδια για την αναγνώρισή τους ως κληρονομιάς;
Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που εγείρονται από αυτό το συλλογικό έργο σε αυτή την κρίσιμη στιγμή στην ιστορία των προσφυγικών εγκαταστάσεων.


