Ξύπνα, σ’ αγαπώ
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-231-274-2
Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα, 11/2025
1η έκδ. || Νέα
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
Ενιαία τιμή έως 25/5/2027
€ 14.84 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
14 x 21 εκ., 268 σελ.
Περιγραφή
Δεκαετία 1970. Η Ματίνα φτάνει στην Αθήνα για σπουδές, γεμάτη ελπίδες για το μέλλον. Εκεί θα συναντήσει τυχαία τον Βαγγέλη, έναν νέο με τα δικά του όνειρα αλλά και προβλήματα. Μια σπίθα ανάβει ανάμεσά τους. Προτού προλάβουν καλά καλά να συστηθούν, θα χαθούν και πάλι. Τώρα ο ένας ψάχνει απεγνωσμένα τον άλλον στην αχανή πρωτεύουσα.

Τι εμπόδια θα συναντήσουν μέχρι να βρεθούν; Τι παιχνίδια θα τους παίξει η μοίρα; Υπάρχουν άραγε συμπτώσεις ή όλα γίνονται για κάποιον λόγο; Θα μπορέσει η γνωριμία τους να εξελιχθεί σε δυνατό έρωτα;

Ένα γλυκόπικρο μυθιστόρημα για μια σχέση αγάπης που αψηφά κάθε λογική και παραμένει ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου.

Σεπτέμβριος 1975

Με το πρώτο φως της ημέρας η Ματίνα πετάχτηκε από το κρεβάτι της και με πλατύ χαμόγελο κατέβηκε σχεδόν πετώντας από τις ξύλινες σκάλες του σπιτιού της. Πάνω στον ενθουσιασμό της ξέχασε το σπασμένο σκαλοπάτι, αυτό που ο μπαμπάς της υποσχέθηκε εδώ και δέκα χρόνια να φτιάξει. Πετάχτηκε στον αέρα και κατέληξε στο πιάνο της Μαρίας, ολοκληρώνοντας έτσι την εντυπωσιακή πτώση της με μια αυτοσχέδια μουσική που σχημάτισαν τα πλήκτρα.

«Ματίνααα, πόσες φορές σου ’χω πει να μην ακουμπάς το πιάνο μου; Θα φας μία σφαλιάρα να τη θυμάσαι μέχρι τα Χριστούγεννα που θα γυρίσεις».

«Έλα, βρε Μαρία, κι εσύ. Αδερφή να σου πετύχει. Δεν φτάνει που σκόνταψα και παραλίγο να πάω με τον γύψο για σπουδές, μου τη λες κι από πάνω. Κάνε μια ωρίτσα υπομονή και θα απαλλαγείς από την “αδέξια” αδερφή σου».

Το καβγαδάκι σταμάτησε όταν η αγριοφωνάρα του πατέρα τους διαπέρασε το κορμί τους ανατριχιαστικά. Ο κύριος Θανάσης είχε χρυσή καρδιά. Έκανε τρεις δουλειές για να μεγαλώσει τα κορίτσια του. Από μικρός στο μεροκάματο. Η γυναίκα του είχε πεθάνει λίγες ώρες μετά τη γέννηση της Μαρίας και από την ίδια στιγμή εκείνος ανέλαβε χρέη μητέρας και πατέρα. Δεν στέρησε τίποτα στα παιδιά του. Όμως το άγχος του να τις μεγαλώσει σωστά τον έκανε πολλές φορές αυστηρό.

Εκείνο το πρωί ο κύριος Θανάσης ήταν πολύ μελαγχολικός. Δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι το πρωτότοκο κοριτσάκι του θα έφευγε από την Καλαμάτα και θα πήγαινε μοναχό του στην Αθήνα.

«Έλα, μπαμπά μου, μη μου στεναχωριέσαι. Είπαμε στην Αθήνα πάω, δεν πάω στην Αμερική. Δεν χαίρεσαι που κατάφερα να περάσω στη Φιλοσοφική; Ολόκληρο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι έτοιμο να με υποδεχτεί».

«Πώς δεν χαίρομαι, κοριτσάκι μου; Όλο το καφενείο κέρασα για πάρτη σου. Δεν ξέρω πώς θ’ αντέξω χωρίς εσένα, Ματίνα μου. Σαν να μου ξεριζώνουν ένα κομμάτι από την καρδιά μου και να το πετάνε».

Η Ματίνα διπλώθηκε στα γέλια ακούγοντας τα μελοδραματικά λόγια του πατέρα της.

«Έλα, βρε πατέρα μου. Μα τι είναι αυτά που λες; Εξάλλου εμένα δεν με πετάνε. Πάω να μορφωθώ. Να γίνω η καλύτερη καθηγήτρια της Καλαμάτας. Να θες πάλι να κερνάς όλο το καφενείο από την υπερηφάνεια. Κι αμάν πια, δεν πάω και μακριά. Ένα τρένο θα πάρεις άμα ψάχνεις το “πεταμένο” κομμάτι της καρδιάς σου και θα έρχεσαι».

«Γέλα, Ματίνα, γέλα. Να σε δω εσένα όταν θα γίνεις μάνα. Θα λες τα ’λεγε ο μπαμπάς μου ο μακαρίτης και δεν τον άκουγα».

«Ε αφού θα είσαι μακαρίτης, δεν θα είσαι εδώ να με ζαλίζεις».

Η Μαρία έσκασε ένα χαμόγελο και, αφού ολοκλήρωσε τον εξονυχιστικό έλεγχο στο πιάνο της, που ευτυχώς δεν βρήκε ούτε μία γρατσουνιά, ανέλαβε χρέη διαιτητή.

«Άιντε, θα φτιάξουμε πρωϊνό ή να περιμένω τα κόλλυβα;»

Τα κορίτσια πέρασαν το πρωϊνό τους πειράζοντας η μία την άλλη. Η Ματίνα όμως, εκεί που μία μάλωναν και μία γελούσαν, όπως κάνουν συνήθως τα αδέρφια, άλλαξε ύφος και μπήκε στον ρόλο της μητέρας. Πρώτα της έκανε ένα μικρό κήρυγμα για να νοικοκυρευτεί και να μην πετάει πέρα-δώθε τα πράγματά της και μετά τη μάλωσε λίγο για το διάβασμα. Γενικά η Μαρία βαριόταν πολύ το σχολείο και, αν δεν της έλεγε η Ματίνα καμιά δεκαριά φορές να κάνει τα μαθήματά της, ήταν ικανή να επιστρέψει στο σχολείο την επόμενη μέρα με την τσάντα άθικτη από την προηγούμενη.

«Μην ξεχνάς, Μαρία, ότι ο μπαμπάς δεν το ’χει και πολύ με το γράψιμο. Σ’ εσένα στηρίζομαι ότι θα μου γράφετε τα νέα σας. Κι όπως είπαμε, κάθε βδομάδα θέλω και ένα γράμμα».

«Α τέλεια, Ματίνα. Άμα εσύ σχεδόν είκοσι χρονών γαϊδάρα στηρίζεσαι στο εντεκάχρονο της οικογένειας, θα πάμε πολύ μπροστά».

Ο κύριος Θανάσης δεν άκουγε ούτε λέξη από τη συζήτηση. Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Η αγωνία του ήταν μεγάλη. Τα παιδιά του ήταν η ζωή του όλη. Δεν είχε τίποτα άλλο στον κόσμο. Οι γονείς του πέθαναν σε μικρή ηλικία και αδέρφια δεν είχε. Ο μόνος συγγενής του ήταν ο αδερφός της μαμάς του, που στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 έφυγε για Αυστραλία. Από τότε δεν είχε κανένα νέο του.

Η Ματίνα ήταν το στήριγμά του. Όταν πέθανε η γυναίκα του, η Ματίνα ήταν μόνο εννιά χρονών, αλλά οι συνθήκες την ανάγκασαν να ωριμάσει πολύ γρήγορα. Η σχέση της με την αδερφή της τη Μαρία ήταν πιο πολύ σχέση μητέρας και κόρης. Την τάιζε, την άλλαζε, τη μάλωνε και την κρατούσε, όταν ο πατέρας τους δούλευε βάρδιες.

«Με το ένα και το άλλο θα μας βρει το μεσημέρι, μπαμπά. Βιάσου να βγάλεις τη λιμουζίνα από το γκαράζ να φορτώσουμε τα πράγματά μου και να φύγουμε για τον σταθμό».

«Κορόιδευε εσύ το αυτοκίνητό μου. Να δω τον άντρα σου τι θα οδηγεί. Κανέναν γάιδαρο φαντάζομαι. Θα του δίνει μια κλοτσιά και θα ξεκινάτε. Σε τρεις μέρες θα φτάνετε στον προορισμό σας».

«Άιντε πάλι με τα ζώα. Εκατό φορές η ίδια ιστορία. Εντάξει, δεν ξαναλέω τίποτα. Αφού το ξέρεις ότι σε πειράζω. Austin A50 του 1956 αγορασμένο από τον παππού σου. Είδες; Το έμαθα, μπαμπά. Και μπορώ να μαντέψω και την επόμενη ερώτηση».

«Μπα; Αποκλείεται».

«“Και αφού περνιέσαι για έξυπνη, πες μου και πόσων χρονών είναι σήμερα η γκρι αντίκα μας;” Τι έχεις να πεις τώρα, πατέρα;»

«Μπράβο το κορίτσι μου. Και για πες και την απάντηση».

«Οχ, βρε μπαμπά, λες και πάω πρώτη δημοτικού. Δεκαεννιά χρονών είπαμε. Μαζί γεννηθήκαμε. Τελείωνε τώρα. Φέρ’ το έξω το ρημάδι να φεύγουμε».


Add: 2025-11-25 12:16:39 - Upd: 2025-11-25 12:16:39