«Κάθομαι εδώ ώρες και κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Δρόμοι, αμπελάκια, δέντρα, κυπαρίσσια. Η θάλασσα γυαλίζει. Στρίψαμε τώρα, δεν τη βλέπω πια. Ξαναδιαβάζω τα γράμματα του Ορέστη. Το κορίτσι με τα γυαλιά απέναντι με κερνάει σταφύλια. Με ρωτάει όλο περιέργεια. Πώς σε λένε; Ιφιγένεια. Δεν της λέω ότι είμαι η κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Τι διαβάζεις; Ένα γράμμα από τον αδελφό μου. Τόσες σελίδες; Ναι. Τι γράφει; Ιφιγένεια, Ιφιγένεια, Ιφιγένεια».


