της Λευκής
Έπινε τα όνειρα της μέντας
Απ’ τα λεπτά τσιγάρα.
Ψηλά,
Δυο δράμια η Σελήνη,
Ζήλεψε τον καπνό,
Τoν σκούντηξε για μια μονάχα
Ρουφηξιά. Και η κουρτίνα,
Σαν τύχη ανοιχτή,
Κι αυτή. Κι ο πίνακας,
Στο βαθυγάλανο, ίδιος
Το σπίτι που γεννιόταν.
Κι είχε για σκαλοπάτι μια
Μπαλάντα, κατακαλόκαιρο
Σε λίγες μέρες,
Ν’ ανέβει τ’ άπειρο
Απέναντι κι απάνω.
Και στο τραπέζι –σαν τ’ άλλο
Στην καλόθωρη την πόλη–,
Κάτι για να μετρά τ’ ακόμα λίγο.
Αθήνα, 16.7.25, 1:50 μμ.