Με λένε Ρόζα και θ’ αυτοκτονήσω. Αυτή τη φορά, σας το λέω, θα το κάνω στ’ αλήθεια! Το ξέρω, κανείς δεν με πιστεύει πια. Όμως εγώ το εννοώ! Δεν ξέρω αν θα το κάνω με χάπια, ή αν θα πάρω φόρα σε ανύποπτο χρόνο και θα σαλτάρω απ’ το μπαλκόνι. Και μένω και στο δεύτερο, γαμώτο, κι έχει ένα σωρό θάμνους στην είσοδο της πολυκατοικίας! Το πιθανότερο είναι να βρεθώ με κανένα κλωνάρι αγγελική ή ό,τι διάολο φυτεύει ο θυρωρός καρφωμένο στον κώλο. Οπότε, χάπια. Πάει, τέλειωσε. Θα τα πάρω όλα – ασπιρίνες, ηρεμιστικά, αντισυλληπτικά, μέχρι και τα διουρητικά που ξέχασε στην τελευταία της επίσκεψη η θεία μου. Θα πεθάνω κατουρώντας. Αλλά τι με νοιάζει, εγώ θα τα σφουγγαρίσω μετά; Τέρμα, το αποφάσισα. Θα φτιάξω έναν καφέ, θ’ ανάψω το θερμοσίφωνο για ένα γρήγορο λούσιμο -έτσι, θα βαφτώ κιόλας, να με δει μετά και να σκάσει, ο πούστης!- κι αν ο Πάβελ δεν πάρει τηλέφωνο μέχρι τις δώδεκα, κατά τις μία – μιάμιση θ’ αυτοκτονήσω.