Ο θάνατός της τον βρίσκει να περιφέρεται σαν ξένος στα λίγα μέρη που έζησε, στην οδό Λυκαβηττού, στη Ναυαρίνου, στη Δεξαμενή και στην πλατεία Αιγύπτου. Μόνη του συντροφιά ο Ιάκωβος, ο πιστός του φίλος και το νεαρό κορίτσι του πίνακα που ζωγράφισε ο πατέρας του το μακρινό 1977. Μια τυχαία συνάντηση θα του γεννήσει ξανά την ελπίδα ότι μπορεί να ξεφύγει από το αδιέξοδο που επεφύλασσε για εκείνον η οικογένειά του.
«Οικογένεια είναι εκεί που επιστρέφεις χωρίς ποτέ να φύγεις». Το τέλος του δρόμου τον φέρνει αντιμέτωπο με μια τραγική διαπίστωση που μας γυρίζει πίσω στους αρχαίους θηβαϊκούς μύθους.