Ἡ μόνη ἀληθινὴ ἐπανάσταση εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπιδιώκει μιὰ πλήρη ἀλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή, αὐτὸ ποὺ παρουσιάζεται πάνω ἀπ’ ὅλα ὡς πολιτιστικὴ ἐπανάσταση. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ οἱ ἐπαναστάτες τοῦ Μάη τοῦ ‘68 φαινόταν νὰ καταλαβαίνουν καλά. Ὅμως, αὐτὸ ποὺ δὲν ἤξεραν ἦταν ὅτι, στὴν πραγματικότητα, σχεδὸν ὅλα ὅσα πρότειναν εἶχαν ἤδη ἐπινοηθεῖ. Ἡ φαντασία εἶχε ἤδη ἀνέβει στὴν ἐξουσία πενήντα χρόνια πρὶν στὶς ἀκτὲς τῆς Ἀδριατικῆς.
[…] Ἔχουμε ἕνα κράτος ποὺ κυβερνᾶται ἀπὸ ἕναν ποιητὴ καὶ μὲ τὴν δημιουργικότητα νὰ ἔχει μετατραπεῖ σὲ πολιτικὴ ὑποχρέωση: δὲν ἦταν ἔκπληξη τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πολιτιστικὴ ζωὴ ἀπέκτησε ἕναν ἀντισυμβατικὸ χαρακτήρα. Τὸ Σύνταγμα τελοῦσε ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς «Δεκάτης Μούσας», τῆς Μούσας -σύμφωνα μὲ τὸν Ντ’ Ἀνούντσιο- «τῶν ἀναδυόμενων κοινοτήτων καὶ τῶν λαῶν ποὺ βρίσκονται ἐν τῇ γενέσει (…), τῆς Μούσας τῆς Ἐνέργειας», ἡ ὁποία στὸν νέο αἰώνα θὰ ἔπρεπε νὰ ὁδηγήσει τὴν φαντασία στὴν ἐξουσία. Νὰ κάνουμε τὴν ζωὴ ἕνα ἔργο τέχνης. Στὸ Φιοῦμε τὸ 1919 ἡ δημόσια ζωὴ μετατράπηκε σὲ μία εἰκοσιτετράωρη παράσταση, στὴν ὁποία «ἡ πολιτικὴ γινόταν ποίηση καὶ ἡ ποίηση αἰσθησιασμός, καὶ μία πολιτικὴ συγκέντρωση μποροῦσε νὰ καταλήξει σὲ χορό, καὶ ὁ χορὸς σὲ ὄργιο. Τὸ νὰ εἶσαι νέος καὶ παθιασμένος ἦταν ὑποχρέωση».