Με πλησιάζει, λοιπόν, μια μέρα στο διάλειμμα της πρόβας ένας νέος ηθοποιός και μου λέει:
— Έχετε σκεφτεί ποτέ να τα γράψετε αυτά;
— Πού να τα γράψω;
— Να τα κάνετε βιβλίο.
Έβαλα τα γέλια. Εκείνος με κοίταξε πολύ σοβαρά, έριξε και μια ματιά μήπως ακούει κανένας και μου λέει:
— Άνθρωποι είμαστε. Όλοι μια μέρα θα... Ω, συγγνώμη, δεν εννοούσα πως... Αλλά δεν είναι κρίμα να χαθούν όλα αυτά;
Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Και κατά τις έξι το πρωί άρχισα να γράφω, να γράφω, σαν να μην υπήρχε αύριο, έγραφα χωρίς να έχω κάποιο σχεδιάγραμμα στο μυαλό μου, έγραφα στο σπίτι, στο θέατρο, στο αυτοκίνητο, όταν μ’ έπιανε κόκκινο, και γράφοντας συνειδητοποίησα ότι είναι αλήθεια αυτό που είχα διαβάσει -ότι δηλαδή γι’ αλλού ξεκινάς κι αλλού σε πάει το γράψιμο.