Επτά χρόνια μετά την παρουσίαση του θεατρικού έργου του Edouard Schure Tα Παιδιά του Εωσφόρου, ο Rudolf Steiner αισθάνθηκε ότι είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να μιλήσει ανοιχτά και με διαύγεια για τη βαθιά και πολύπλοκη σχέση ανάμεσα στις πνευματικές οντότητες του Εωσφόρου και του Χριστού. Αν και ο ίδιος έτρεφε βαθύ σεβασμό για τη σοφία της Ανατολής, το έργο του άντλησε κατεξοχήν από τη δυτική-χριστιανική-εσωτερική παράδοση. Σε μια εποχή που πολλοί στρέφονταν με δέος προς τα αρχαία κείμενα της Ανατολής, ο Steiner τα έβλεπε ως απομεινάρια μιας προγενέστερης φάσης της ανθρώπινης συνείδησης, αντηχήσεις μιας σοφίας που άνθισε χιλιετίες πριν την ανάδυση της δυτικής επιστήμης και κουλτούρας. Και όμως, πίστευε ότι η αρχαία γνώση πρέπει να ερμηνεύεται μέσα από το φως της σύγχρονης επίγνωσης, ότι το παλιό πνεύμα της Ανατολής χρειάζεται να αναγεννηθεί μέσα από το φως της Δύσης. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)