Μια Οργάνωση λαϊκής βίας έχει αποφασίσει να αυτοδιαλυθεί και κάνει την τελευταία της συνεδρίαση προκειμένου να σβήσει τα ίχνη της δράσης της. Όμως, το βάρος της συζήτησης μετατοπίζεται στην ιερότητα της φιλίας τους.
«Οι στρατιώτες της σωτηρίας του λαού, τώρα που σταματούσαν τις μάχες, φοβήθηκαν τη μοναξιά; Η πτώση τους, από τον ήρωα στον καθημερινό άνθρωπο, τους καλούσε να μπαζώσουν την τρύπα που άφηνε ο αποκαθηλωμένος ανδριάντας τους; Εστίασαν στον μικρόκοσμο της φιλίας επειδή εγκατέλειψαν τον ρόλο οδηγού των πολλών και αδικημένων;
»Ήταν λίγο απ’ όλα αυτά, αλλά όχι ο κύριος λόγος. Ο βουβός όρκος τής μεταξύ τους αφοσίωσης συγκολλούσε και σφυρηλατούσε μια ασπίδα μπροστά σε έναν μελλοντικό κίνδυνο, αμφίβολο, αλλά πολύ πιθανό».
Η πλοκή παρακολουθεί τις κρίσιμες πλευρές της προσωπικής ιστορίας τους, κι αυτές μαρτυρούν πολλά για τις αιτίες που τους οδήγησαν σε ακραίες αποφάσεις. Εύκολο να δεις το ελάττωμα και την αρετή του καθενός, δύσκολο να αποδεχθείς τις επιλογές τους, όσο κι αν θαυμάσεις σε κάποιους μια γενναία στάση ζωής.
«…για το παιχνίδι των σχέσεων, όχι μόνο με τις γυναίκες, αλλά με όλους, ο Διονύσης κατέληξε σε μια ιδέα που άντεξε στο χρόνο και την τήρησε με συνέπεια: Δεν απαιτούμε και δεν επαιτούμε. Ποτέ!»
Το επικίνδυνο ραντεβού που τους τρόμαζε ήρθε μια νύχτα, έξι χρόνια μετά τη διάλυση της Οργάνωσης. Σε μια ασυνήθιστη αναμέτρηση, κατηγόρησαν, απολογήθηκαν, και συγκρούστηκαν, αλλάζοντας συχνά ρόλους. Το δεύτερο τέλος στην περιπέτειά τους, δόθηκε με αναπάντεχο τρόπο.