Η λέξη νεράιδα σημαίνει κάτι άλλο. Είναι μια ιδιότητα του πραγματικού που φανερώνεται από μια προδιάθεση του βλέμματος. Υπάρχει ένας τρόπος να συλλαμβάνεις τον κόσμο και να διακρίνεις το θαύμα του. Η αντανάκλαση του ήλιου στη θάλασσα, το θρόισμα του ανέμου στα φύλλα μιας οξιάς, το αίμα στο χιόνι και η σταγόνα που σχηματίζεται στη γούνα ενός ζώου: εκεί βρίσκονται οι νεράιδες.
Αντικρίζουμε τον κόσμο με σεβασμό. Και εμφανίζονται. Ξαφνικά, ένα σήμα. Αναδύεται η ομορφιά μιας φιγούρας. Δίνω το όνομα νεράιδα σ’ αυτή την ανάδυση.
Τα ακρωτήρια της Γαλικίας, της Βρετάνης, της Κορνουάλης, της Ουαλίας, της νήσου Μαν, της Ιρλανδίας και της Σκοτίας σχημάτιζαν ένα τόξο. Από τη θάλασσα, θα πήγαινα να ενώσω τούτα τα κομματάκια. Σ’ αυτή την καμπύλη, σίγουρα θα βλέπαμε να ξεπροβάλλουν θαύματα.
Καθώς η νύχτα είχε πλακώσει αυτόν τον κόσμο των μηχανών και των τραπεζιτών, έδινα στον εαυτό μου τρεις μήνες για να προσπαθήσω να τις δω. Έφευγα. Με τις νεράιδες.