Δεν ακολούθησα έναν καινούργιο δρόμο, κι ούτε έκλεψα διαδρομές των άλλων. Στ’ αχνάρια του μακρινού προγόνου μου Τσάγη συνέχισα απ’ το σημείο που το όνειρό του να ταξιδεύει διακόπηκε για να μετατραπεί σ’ έναν απ’ τους γνωστούς πειρατές της Μεσογείου. Εγώ το δικό του όνειρο έκανα πράξη, ταξιδεύοντας σε κάθε γωνιά της γης, σε θάλασσες κι ωκεανούς.
Γεννήθηκα ναυτικός και ταξιδευτής κι όχι κάτι άλλο. Όχι πραματευτής, όχι κτηνοτρόφος και γεωργός κι όχι καταστηματάρχης, όχι αμαξάς και αγωγιάτης κι όχι οτιδήποτε στο κόσμο εκεί που δεν υπάρχει θάλασσα. Αν κάτι άλλο ήμουν, δεν είχα την τύχη να το μάθω ποτέ.
Είμαι θαλασσινός κι αυτό εκείνοι που με γνώρισαν, το ήξεραν καλά. Οι γυναίκες μου το ήξεραν, εκείνες στα λιμάνια, φίλοι και γνωστοί, οι υπάλληλοι των εταιρειών που συνεργάστηκα, οι θύελλες και τα κύματα, οι κορμοράνοι και τα θαλασσοπούλια, οι συνταξιδιώτες μου που μαζί τους ταξίδεψα.
Ευχαριστώ εκείνους που μαζί τους ταξίδεψα, μαζί τους ένιωσα χαρές και λύπες, στα λιμάνια ξενύχτησα, διαπληκτίστηκα και πόνεσα και κάθε ναυτικό, βεδουίνο των ωκεανών και θαλασσινό όπου γης.
Εκείνοι έκαναν και μένα ναυτικό, μ’ έμαθαν ν’ αγαπάω και να θλίβομαι, να μην λυπάμαι που φεύγω, που λείπω, που γυρνάω στα λιμάνια και σε ψάχνω ζωή μου, στέγη κι απάγκιο μου, λημέρι μου… γυναίκα της νύχτας κι έρωτά μου για πάντα απ’ την αρχή του χρόνου των ταξιδιών μέχρι σήμερα.