Μ' άκουγε, σα να μην της έλεγα σχεδόν τίποτα. Μ' ένα χαμόγελο μητρικό -παρά πούταν τόσο νέα-, σα ν' άκουγε μικρό παιδί αστόχαστο, που δηγιέται τι κατάφερε με τη σφεντόνα του, σ' ένα στρατηλάτη κατακτητή του κόσμου...
Το χαμόγελό της δε χάθηκε απ' τα χείλια, και στα μάτια της δυνάμωσε η στοργή που διάψευδε τα χρόνια της. Ένοιωσα πως έπρεπε να τη ρωτήσω:
- Εσύ... από πού έρχεσαι;
- Απ' το Τίποτα εγώ! μου λέει, χαμογελώντας τώρα πιο χαρούμενα, όπως όταν απαντάμε σ' ερώτηση βαριά που κάνει πολύ μικρό παιδί.
- Απ' το Τίποτα;... Τι θες να πης;
- Απλά: πως απ' Αυτό που άκουσες!