Θεμελιωμένες σε «τόπους» όπου το θαύμα αποδεσμεύει μνήμες λαμπερών οραμάτων κι άφθαρτων φωνών, και με την υπεροχή της ομορφιάς απέναντι στους περιορισμούς και την υπεροψία του χρόνου, οι Εικόνες προσφέρουν το μυθικό πεδίο που μας εξοικειώνει με μιαν ελευθερία φωτεινή και γενναιόδωρη – και η πορεία συνεχίζεται ενόσω οι στίχοι του ποιητή χρωματίζουν πολύσημα τους ορίζοντες αυθεντικών λυρικών πράξεων.
ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΩΝ ΜΟΛΑΩΝ
Ο χείμαρρος μαζεύει τα πουλιά —
σαΐτες πινελιές και μες στα σπάρτα
που λιώνουν τα φλουριά της ρεματιάς·
τσιγγανοπούλες πεταλούδες σταματάν
σιμώνουν τον ασπάλαθο, περνάν απ’ τη μοσχοβολιά,
τα ξόρκια του κυκλάμινου, πίνουν τις στάλες απαλά
του ήλιου που κυμάτιζε στο χρυσαφένιο αγκάθι·
αστραφτερά θροΐσματα, σπόροι μενεξεδένιοι
πετάν εκεί που κελαρύζουν τα νερά
κι αγερολάμπουν μονομάχοι αεικίνητοι.
Σωπαίνεις κι αφουγκράζεσαι
κατάσαρκα τα χρώματα·
ριπές ανέμου μ’ αγριόχορτα σουραύλια,
ανήφοροι που πέταξαν τη σκούφια τους,
πέτρες με κόκκινα μαλλιά που πλέκουν
μουρμουρίζοντας συλλαβιστά τις ευωδιές,
φουχτιές μεράκια τζιτζικιών,
ξεστήθωτα κελαηδητά,
γίνονται σώμα που μιλά,
εικονοστάσι μιας ασύλητης Ελλάδας.