Πέτρα και φωτιά
σε μια ολέθρια μάχη μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας
«...Διαπερνώντας το αγόρι τις πύρινες γλώσσες της φωτιάς, μύριζε την καμένη σάρκα του, όταν από τη μισάνοιχτη ντουλάπα είδε να εξέχει το λιπόθυμο κορμάκι της Κερασίας, πνιγμένο στους καπνούς. Την άρπαξε στην αγκαλιά του, τη σκέπασε με ένα σεντόνι και μόνο τότε κατάλαβε ότι τους είχαν κυκλώσει ολοκληρωτικά οι φλόγες. Έσβηνε, όλα τελείωναν...
Μία αλλόκοτη κραυγή ζώου ακούστηκε από το στόμα του Έντμοντ και άρχισε να διασχίζει την κόλαση όρθιος, σαν ζωντανός-νεκρός. Η αδερφή του έπρεπε να ζήσει! Με αυτή τη σκέψη έκρυψε τελείως το παιδικό κορμάκι στην αγκαλιά του και με τις φλόγες να του κατακαίνε τις σάρκες, άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες...»