Την ήξερε καλά αυτήν την μπλούζα. Ήταν η μπλούζα που χάζευε για μήνες στη βιτρίνα του καλύτερου μαγαζιού τότε, του «Κοσμοσπόρτ». Τα περισσότερα αγόρια στην τάξη την ήθελαν. Είχαν έρθει τα γενέθλιά του, και ο πατέρας του του είχε δώσει με ένα προσποιητά αδιάφορο χαμόγελο τη λευκή χάρτινη τσάντα. Την άνοιξε βιαστικά και είδε το ζεστό κίτρινο χρώμα της φωλιασμένο στο βάθος. Άπλωσε το χέρι του, και το μαλακό ύφασμα του χάιδεψε τον καρπό. Η μαμά είχε πει «Βάλ’ τη, να δεις αν σου κάνει», και είχε τρέξει στο δωμάτιό του με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Η διπλή ραφή ήταν ευχάριστα σφιχτή στα μπράτσα του, γιατί τότε είχε ακόμα μπράτσα που γέμιζαν τα μανίκια. Είχε βγει στο μικρό τους μπαλκόνι να τη δει στο φως, είχε κοιτάξει στο στήθος του το φαρδύ καθησυχαστικό λογότυπο, είχε κλείσει τα μάτια του, είχε σφίξει τις γροθιές του. Ήταν παντοδύναμος.