Βαίνουμε προς ένα κρίσιμο ορόσημο για τον νομικό κόσμο, αλλά και την κοινωνία γενικότερα, που αφορά ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής επικράτειας, ήτοι τη λήξη της προθεσμίας αμφισβήτησης της ακρίβειας των αρχικών κτηματολογικών εγγραφών και την εντεύθεν οριστικοποίηση αυτών, με τις γνωστές εκ του νόμου συνέπειες, ήτοι την αποστέρηση των εμπραγμάτων αξιώσεων του αληθούς δικαιούχου, οι οποίες υποκαθίστανται κατ’ άρθρο 7 § 2 ν. 2664/1998 από ενοχικές αξιώσεις.
Η πολυπόθητη και πολυαναμενόμενη νεοπαγής ρύθμιση, δυνάμει του νόμου 5160/2024 (ΦΕΚ Α΄ 195/27.11.2024), άρθρο 36 §§ 1 και 2, που επέφερε τροποποιήσεις στο άρθρο 6 § 2 ν. 2664/1998, όπως ίσχυε δυνάμει των §§ 2 και 2Α του άρθρου 102 ν. 4623/2019 (ΦΕΚ Α΄ 134), όπως αυτό τροποποιήθηκε με τις §§ 1 και 2 του άρθρου 5 ν. 5076/2023 (ΦΕΚ Α΄ 207/13.12.2023), δοθείσας της επιπλέον επί της ουσίας παράτασης για τη διόρθωση των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών, καταλαμβάνοντας τόσο τις παλιές κτηματογραφήσεις (προ του 2006), αλλά και τις περιοχές που η προθεσμία διόρθωσης είχε λήξει στις 30.11.2018, οπωσδήποτε έδωσε μία μεγάλη ανάσα σε πολλούς ιδιοκτήτες ακινήτων, τόσο ιδιώτες αλλά και το Ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να διορθώσουν τυχόν λάθη και παραλείψεις στις ιδιοκτησίες τους, αναβάλλοντας την οριστικοποίηση των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών.
Το γεγονός ότι η οριστικοποίηση των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών, παρά την ορθώς δοθείσα παράταση, είναι προ των πυλών, σε συνδυασμό με τις συνέπειες που συνεπάγεται η οριστικοποίηση αυτών –που πιθανόν σε κάποιες περιπτώσεις να εξακολουθούν να παραμένουν ανακριβείς λόγω της αδράνειας διόρθωσής τους από τους αληθείς δικαιούχους– μετάγουν ήδη στο προσκήνιο, σε ισότιμη πλέον σπουδαιότητα με τις αρχικές, τις οριστικοποιημένες κτηματολογικές εγγραφές (άρθρο 7 ν. 2664/1998) και οδήγησαν στην έκδοση του παρόντος έργου, το οποίο φιλοδοξεί να συμβάλλει θετικά στον επιστημονικό διάλογο που έχει εκκινήσει σε θεωρία και νομολογία.