Ένα χάδι
Παιδί της κατοχής χωρίς γονείς
Μονάχο του στην αγορά της πόλης
Χαμίνι κι αποπαίδι της στοργής
Μικροθελήματα καθημερνής και σχόλης
*
Αφεντικά, υπάλληλοι και άλλοι
Απάνω του ξεσπούσαν, σαν σκεύος της χαράς
Πρωτοστατούσαν ποιος πρώτος θα βάλει
Τρικλοποδιά στο παίγνιο της αγοράς
*
Και το φτωχό αγόρι ορφανεμένο
Από αγάπη, ζεστασιά και τρυφερότητα
Ποτέ δεν το ‘δαν παραπονεμένο
Όαση, σε μιαν άσπλαχνη ανθρωπότητα
*
Μια μέρα ο σκληρός αφέντης
Χτύπησε το μικρό για μιαν απροσεξία
Θέλησε το παιδί να συνετίσει
Φορτώνοντας το με απαξία
*
Ένας γερός, ευαίσθητος εργάτης
Πλησίασε του ‘πιασε το κεφάλι
Με ένα χάδι άδολης αγάπης
Έδωσε στο παιδί χαρά μεγάλη
*
Σαββάτο βράδυ μπήκανε ληστές
Το χρήμα να μαζέψουνε ζητούσαν
Όλοι περνούσαν δύσκολες στιγμές
Ούτε να κουνηθούνε δεν τολμούσαν
*
Ο δυνατός εργάτης ορμά μπροστά
Το όπλο να αρπάξει αν μπορέσει
Μα η σφαίρα αντί γι΄ αυτόν φρικτά,
Χτύπησε το παιδί που χώθηκε στη μέση
*
Καθώς η ψυχή του πέταγε ψηλά
«Γιατί αγόρι μου; την καρδιά μου ράγισες»
Και το παιδί κοιτάζοντας θολά:
Στον άντρα είπε: «εσύ που με χάιδεψες…»