ματα και να τεντώνεται η φαντασία σου ως τους τόπους που
δεν ξεφεύγουν, καθώς λαχανιάζεις προς τις αυλές και τις
πύλες, τις ανάστατα ενθουσιώδεις. Τούτη η ακούραστη ελ-
πίδα, των πεταλιών σου η μακρόχρονη προσπάθεια και του
συμπλεύσιμου ιδρώτα σου τα πανιά. Και κάθε σου φορά
σαν θα έστρεφες επάνω το κεφάλι, στεφάνι πάνω στις κορ-
φές του χωρίς σταγόνα αίμα, θεοί… ισάριθμοι με τα άστρα,
θα σου γνέφαν, αποκρινόμενοι σε ό,τι ονειρεύτηκες, ψυχή
μου. Και σε εκείνη ακόμα τη μαντεψιά σου… ναι… την εύπι-
στη και φιμωμένη, πως με ευτυχία μοιάζει η αγάπη