Η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους συνοδεύτηκε σύντομα, από τη μια, από δυτικοευρωπαϊκές προσπάθειες να αποικιστεί πολιτιστικά το νέο κράτος, από την άλλη, από τη νεοελληνική προσπάθεια για αυτογνωσία και αυτοπραγμάτωση. Το μέσο για τον μουσικό αποικισμό της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα (με άλλα λόγια, το μέσο με το οποίο οι Δυτικοευρωπαίοι μουσικοί προσπάθησαν να ιδιοποιηθούν το σημαντικό για αυτούς συμϐολικό κεφάλαιο του ελληνικού —μονοφωνικού— μουσικού χώρου) ήταν η πρακτική της συλλογής και εναρμόνισης των δημοτικών τραγουδιών· ήταν όμως αυτό το ίδιο μέσο με το οποίο Έλληνες μουσικοί αποκρίθηκαν στο αίτημα δημιουργίας ευπρόσωπης εθνικής μουσικής· για να επιτύχουν, δηλαδή, την εναρμόνιση—με μια άλλη έννοια—της νεοελληνικής με τη δυτικοευρωπαϊκή λόγια μουσική. Μέσα από αυτή τη σχέση τέθηκε σε κίνηση η διαμόρφωση του νεοελληνικού μουσικού συλλογικού υποκειμένου· μια διαδικασία η οποία με ποικίλες μορφές διατήρησε αμείωτη τη δυναμική της στον 20ό αιώνα, και της οποίας θεμελιώδης όψη υπήρξε ο αγώνας για αναγνώριση: μια περιδιάϐαση από τις πρώτες δυτικοευρωπαϊκές μουσικές συλλογές ελληνικών εναρμονισμένων δημοτικών τραγουδιών, με πρωταγωνιστές τον Bourgault-Ducoudray και τον Άραμη, έως την επώνυμη δημιουργία του Δημήτρη Μητρόπουλου, του Νίκου Σκαλκώτα, του Γιάννη Χρήστου, αλλά και τον υϐριδικό χώρο του λεγόμενου Υψηλού Λαϊκού (Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης) και τον Διονύση Σαϐϐόπουλο.