κράτησα στην παλάμη μου τη λέξη «θάνατος» και θέλησα να «παίξω».
«Θα τη γυρίσω ανάποδα», σκέφτηκα «θα κάνω και έναν αναγραμματισμό».
Έτσι λοιπόν, δημιουργήθηκε μια πολύ όμορφη λέξη.
Η λέξη «Σονάτα».
Μα πρόσεξε, στο τέλος, περίσσευε ένα γράμμα.
Το γράμμα «θήτα».
Η λέξη «Σονάτα» όμως, ήρθε και αγκάλιασε το γράμμα «Θήτα».
Και στη συνέχεια δημιουργήθηκε ο τίτλος:
«Η Σονάτα του Θήτα» ή αλλιώς «Η Σονάτα του Θανάτου».
Και τότε «Η Γυναίκα με τα Μαύρα»,
που σαν σκιά διωγμένη στο φως με παρακολουθούσε χρόνια τώρα,
με πλησίασε και αγγίζοντας σπλαχνικά τους ώμους μου,
ψιθύρισε στοργικά στο «είναι» μου:
Τους καταδικάζω…
Να βλέπουν το φεγγάρι και να μην υπάρχει φεγγάρι.
Να υπάρχει φεγγάρι και να μην μπορούν να το δουν.