να τις ταξιδεύουν στο φως του ήλιου,
να γυαλίζουν στης βροχής την ορμή.
Κι όταν κοιμούνται
στολίζονται του Θεού τις περίτεχνες νιφάδες.
Ρίζες βαθιές μου,
ορμητικά ποτάμια της αναμονής. Δεν κοιμάμαι.
Θα βραχώ τον ήλιο,
στολίδια της ελπίδας χρώματα
σε μια ζωή αταξίδευτη
χεριά κλαδιά γυρεύω να φτάνω ουρανό.