Η ίδρυση και λειτουργία των Αρχιγενείων αποτέλεσε συμβολή στον εκσυγχρονισμό της ελληνορθόδοξης κοινότητας στο πεδίο της εκπαίδευσης, τομή στα μοντέλα ζωής των κοριτσιών, που συνήθιζαν να εγκλείονται στο σπίτι έως τον γάμο τους, και εφαρμογή στην πράξη της ριζοσπαστικής φιλοσοφικο-πολιτικής άποψης για την ανάγκη εκπαίδευσης όλων, ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικής καταγωγής. Ιδρύθηκε για την ‘ωφέλεια του έθνους’ εκτός αστικού χώρου, στον οποίο συνήθως αναγείρονταν παρόμοια ιδρύματα∙ διαδραμάτισε ρόλο στη διάδοση της ελληνοφωνίας, με το εκτεταμένο δίκτυο γεωγραφικής κινητικότητας των αποφοίτων του διδασκαλείου, που συνήθιζαν να αποκτούν δύο πτυχία, δασκάλας και νηπιαγωγού, για να διδάξουν στην περιφέρεια, ενώ στο μικρασιατικό τμήμα (βόρειο και κεντρικό), το δίκτυο αποκτά διττή λειτουργία, εκπαιδευτική ή/και γαμήλια, ως τρόπο καταπολέμησης της τουρκοφωνίας. Το ίδρυμα ενέταξε τις απόφοιτες στη συλλογικότητα των «αρχιγενίδων», ενδυναμώνοντας την αυτοπεποίθησή τους, με αποτέλεσμα, παρά τους περιορισμούς που έθεταν ο δημόσιος και ιδιωτικός χώρος, να παραμένουν στο επάγγελμα, με πολύμορφες προσαρμογές «εαυτού», και να αναλαμβάνουν συλλογική δράση με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις.