Η Ερμιόνη Δάλα πάντα ξυπνούσε μετά τον πρώτο ύπνο τριών ωρών, είτε κοιμόταν στις ένδεκα ή δώδεκα το βράδυ είτε συνέβαινε αυτό το ξύπνημα στις δύο είτε στις τρεις μετά τα μεσάνυ- χτα, για να γυρίσει πλευρό ανακούφισης. Δεν φορούσε τσιμπιδάκια, ωτασπίδες ή μάσκες ματιών ή όποια άλλη παρόμοια σα- χλαμάρα χρησιμοποιούν διάφορες κυρίες, για να μη χαλάσει το μαλλί τους ή ο ύπνος τους.
Έτσι και κείνο το βράδυ έπεσε νωρίς στον ύπνο, γύρω στις δώδεκα, και στις τρεις ξύπνησε να γυρίσει πλευρά. Κι άκουσε τον ανεπαίσθητο ήχο, που κάνει το κλειδί, όταν γυρίζει στην κλειδαριά. Και ξύπνησε ολότελα μετά τον αχνό βηματισμό τού ανθρώπου, που εισέβαλε στο άντρο της. Παραμέρισε ήρεμα το λεπτό σεντόνι, που σκέπαζε το γυμνό κορμί της και ανακάθισε.
Άπλωσε το αριστερό χέρι και πήρε κάτω από το μαξιλάρι το καινούργιο της πιστολάκι. Ξεκλείδωσε την ασφάλεια και το κράτησε σταθερά στο χέρι της. Όταν στο ημίφως στην πόρτα της κρεβατοκάμαράς της ορθώθηκε εκείνο το ανθρώπινο σώμα, πάτησε το κουμπί από το πορτατίφ δίπλα στο κρεβάτι της.
Το ξαφνικό φως θάμπωσε τον νυχτερινό απρόσκλητο επισκέπτη της, που στάθηκε αμήχανος με προτεταμένο πιστόλι, ανα- ζητώντας κάποιο ίχνος κίνησης ανθρώπου ή ό,τι άλλο. Και πυροβόλησε στα τυφλά, μη ξέροντας ακριβώς τον στόχο που ανα- ζητούσε.
Και η Ερμιόνη πυροβόλησε δυο φορές απανωτά.