Κάποια στιγμή, το σώμα της Θάλειας άρχισε να ταλαντεύεται ρυθμικά, πέρα δώθε –ενώ οι γλουτοί λικνίζονταν αδιόρατα–, θαρρείς και προσπαθούσε ν’ ανυψωθεί. Κι εντελώς ξαφνικά, έκλινε στο πλάι κι έπεσε μονοκόμματη στην άμμο.
Ο Σέργιος πλησίασε ανήσυχος, μα άκουσε την ήρεμη αναπνοή της και δεν επιχείρησε να την ξυπνήσει. Τη σκέπασε μ’ ένα σεντόνι, ενώ ο ίδιος παρέμεινε ξάγρυπνος ως το πρωί, ν’ ακούει το ατέλειωτο βουητό της θάλασσας και την υπερκόσμια μουσική των άστρων, έχοντας αντιληφθεί ότι η Θάλεια δεν ήταν ένα άκαρδο και κακομαθημένο κορίτσι, αλλά ένα κορίτσι που χαιρόταν περισσότερο τις πνευματικές από τις σαρκικές ηδονές.