Το Διάσημο ποίημα δεν γράφτηκε αδιάλειπτα, αλλά σε ασυνεχείς, εναλλασσόμενες, διακοπτόμενες δόσεις, από τον Απρίλιο του 2023 έως τον Απρίλιο του 2024, στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική, τη Βόρειο Αμερική και σε μέρη όπως καφενεία, εστιατόρια, αεροδρόμια, λιμάνια, ξενοδοχεία, ταξί, λεωφορεία, βαπόρια, σε βεράντες και αυλές, στο διαμέρισμά μου στην Αθήνα και στο σπίτι μου στην Τήνο. Γράφτηκε στο χέρι και στον υπολογιστή πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Η συρραφή του ήταν μια όμορφη περιπλάνηση, ένα αδιάκοπο πήγαιν’ έλα σε παραστάσεις και εικόνες, μια σχεδία εν μέσω των ταραγμένων και άστατων καιρών που ζούμε. Συνδέοντας τα επιμέρους κομμάτια του ήταν σαν να το έγραφα εκ νέου. Προσπάθησα να γράψω ένα ποίημα που δεν παραιτείται, δεν παραδίδεται, δεν σηκώνει αμαχητί τα χέρια ψηλά, δεν το βάζει στα πόδια μπροστά στην αγριάδα και τη σκληρότητα της ζωής και της εποχής. Ένα ποίημα που επιδιώκει να πιάσει το πνεύμα των καιρών και να δώσει νόημα στο χρόνο. Ένα ποίημα όχι μεταφυσικό αλλά φυσικό, που παρατηρεί τον κόσμο, τον πλανήτη, την Ελλάδα και όπου το άσημο «εγώ» παρατηρεί το διάσημο «εμείς» και καταγράφει γεγονότα και στιγμές, γράφοντας συγχρόνως την αυτοβιογραφία του. Το φανταστικό συνομιλεί με το πραγματικό. Είναι ένα ποίημα διάσημο σε μια γειτονιά χωρίς γείτονες.
Ντ. Σ.
«Στα ποιήματα του Ντίνου Σιώτη κάτι λέγεται που δεν έχει ξανακουστεί· κι αν έχει, όχι σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, με τέτοιον τρόπο, με κοφτούς στίχους, με ενδημικό ρυθμό, με τέλεια αίσθηση της γλώσσας, που καταφέρνει το τρεχάμενο να το μετατρέψει σε ιδιότυπη ειρωνεία, χιούμορ και σαρκασμό, οπότε συχνά οι τελικές φράσεις θυμίζουν μικρά θεατρικά σχεδιάσματα του παράλογου, με εκπλήξεις πρωτότυπες, με τεχνάσματα αυτοαναφορικά, τα οποία δημιουργούν έναν φανταστικό ποιητικό χώρο που αναδιπλώνεται στον εαυτό του, η τροπολογία της ποίησης σε ποιήματα. Μια τέτοια αυτοσυνείδηση του προχωρημένου ποιητικού τρόπου δεν έχει ξαναεμφανιστεί με τέτοια οξύτητα και στοχαστική εμβέλεια σε κανέναν νεότερο έλληνα ποιητή, και μπορώ να προσθέσω και σε πολλούς παλιότερους».