«Σαν να βγάζεις το φεγγάρι απ’ την τροχιά του»: με αυτή την έκφραση περιέγραψε ο αρχαιολόγος Έντουαρντ Ντάνιελ Κλαρκ τον αποτροπιασμό των Ελλήνων, καθώς παρακολουθούσαν τρομοκρατημένοι τις ενέργειες των Άγγλων, σίγουροι πως αργά ή γρήγορα η ψυχή της ελληνικής γης θα έπαιρνε εκδίκηση.
Σ’ ένα μαγαζί στο Παρίσι ειδικευμένο σε ορειβατικό εξοπλισμό, η Αντρέα Μαρκολόνγκο αγόρασε ένα ράντζο, έναν υπνόσακο κι έναν φακό. Το επόμενο βράδυ άνοιξε το ράντζο της και άπλωσε τον υπνόσακο όχι στην κορυφή κάποιου βουνού, αλλά σε μια έρημη αίθουσα του Μουσείου της Ακρόπολης, στην Αθήνα. Η Αντρέα είχε, τον Μάιο του 2022, τη μοναδική τύχη να περάσει εκεί μια νύχτα εντελώς μόνη.
Η νύχτα είναι η ώρα των φαντασμάτων και των απολογισμών. Δύο είναι οι ίσκιοι που θα την επισκεφθούν: Ο ίσκιος του Λόρδου Έλγιν, του Άγγλου πρέσβη που διέπραξε την κλοπή των γλυπτών του Παρθενώνα στις αρχές του 19ου αιώνα, στέλνοντάς τα στο Λονδίνο μέσα σε κιβώτια, και ο ίσκιος ενός ανθρώπου χαμένου πρόσφατα, γεννημένου σ’ ένα ταπεινό χωριό της Ιταλίας, του πατέρα της.
Όμως τα κενά στις αίθουσες του Μουσείου της Ακρόπολης, οι λευκές γύψινες προσθήκες στη θέση των γλυπτών που αφαιρέθηκαν πριν από δυο αιώνες, αντηχούν δίπλα στα κενά από τα οποία είμαστε φτιαγμένοι εμείς οι ίδιοι: την ενοχή και την ντροπή, όταν μια μέρα αναγνωρίζουμε το νήμα που μας συνδέει με τον γονέα που θεωρούσαμε απόμακρο και από τον οποίο θέλαμε ν’ απελευθερωθούμε· εκείνη την αίσθηση ότι ποτέ δεν είμαστε άξιοι γι’ αυτά που αποκτήσαμε, το μόνιμο αίσθημα ότι είμαστε και παραμένουμε απατεώνες, άλλοι κλέβοντας κι άλλοι οικειοποιούμενοι πολιτιστικά αγαθά του κλασικού κόσμου.
«Ήταν μια γλυκιά ανοιξιάτικη βραδιά και η απρόσμενη φωτογράφιση κράτησε δέκα λεπτά. Η Αντρέα θα έμενε εκεί όλη τη νύχτα μόνη της, παρέα με τα αγάλματα, με τετράδιο και μολύβι κι ένα σπαστό ραντζάκι σε περίπτωση που ήθελε να κοιμηθεί. Τελικά ο Μορφέας δεν εμφανίστηκε πάρα μόνο τα χαράματα και η Αντρέα κοιμήθηκε μία ώρα χαμένη στους στοχασμούς της, έχοντας πρώτα βυθιστεί στα γραπτά της και συνδεθεί με τον επιβλητικό και κατανυκτικό χρονοτόπο που της χάρισε το μουσείο. [...] Βλέποντας από μακριά τη σιλουέτα της Μαρκολόνγκο να χάνεται μπροστά στα πανάρχαια εκθέματα, σκέφτηκα ότι εκείνο το βράδυ θα ζούσε το πιο ουσιαστικό προσκύνημα της ζωής της». Νίκος Αλιάγας, Καθημερινή
«Μια ελεγεία για την Ελλάδα, διάρκειας μιας ολόκληρης νύχτας, την οποία η Μαρκολόνγκο είχε το προνόμιο να περάσει στο Μουσείο της Ακρόπολης. [...] Μόνη μεταξύ εκείνων των γυάλινων τοίχων που αναπόφευκτα κατευθύνουν το βλέμμα σου προς τον ιερό βράχο και τον πιο λαμπρό ναό του. Μόνη με τις μελαγχολικές της σκέψεις για μια Ελλάδα που στερείται επί αιώνες μια πολιτιστική κληρονομιά, ενώ η Δύση την οικειοποιούνταν και με τα δύο χέρια. [...] Αυτή η αφήγηση είναι μια πράξη αγάπης της Μαρκολόνγκο για την Ελλάδα. Και το άκρως προσωπικό της mea culpa για ό,τι εκείνη, όπως όλοι μας, πήραμε από την Ελλάδα και από τους Έλληνες, δίχως ποτέ να το ανταποδώσουμε». Cinzia Dal Maso, La Repubblica