Γλώσσα μου ετοιμοθάνατη σε κλαίω κλαίνε τα μάτια μου και κλαίει η καρδιά, γιατί κάθε ώρα πιο πολύ σε βλέπω πάντα πικρά να κλαις και μ' αγωνία. Πού είναι ο καιρός που στα χωράφια σε τραγουδούσαν τότε όλοι με χάρη, η ομορφονιά πάνω στον βράχο ανοίγοντας τα σύκα και κουβαλώντας τα απ' τη συκιά το παλικάρι; Σε τραγουδούσε ο παππούς και το εγγόνι, νύφη και πεθερά με τυλιγάδι, γιαγιά και εγγονή στον αργαλειό τους για σε μιλούσανε υφαίνοντας με χάρη.
Ποιος δόξα αποζητά, ποιος την αγάπη,
ποιος δύναμη και πλούτη αποζητάει;
Μεθαύριο το άχυρο θα μείνει απ’ το σιτάρι,
καθένας από μας στο τέλος ένα μνήμα θα ’βρει.
Δεν έχει μέτωπο, δεν έχει ούτε στεφάνι
για μια αιωνιότητα ν’ αντέξει.
Αλίμονο, για όλους έχει το δρεπάνι,
του χάρου ούτ’ ένας δεν ξεφεύγει.
Ούτε ωραίο έχει, ούτε καλό, ούτε χαριτωμένο,
ούτε νέο, ούτε παλιό με χρήμα φορτωμένο,
όλους στο ίδιο χώμα θα μας βάλει
και μ’ άλλους τρόπους η ίδια μοίρα θα μας πάρει.
Αλίμονό μας, είμαστε με καλαμιές χωράφι,
που μήνα Σεπτέμβρη φλέγεται με λύσσα.
Αντίο πλούτη, αντίο χαρά, αγάπη,
καπνός που φεύγει και μένει η στάχτη!