Ο Βακαλόπουλος έπαιζε πολύ με τη βαθύτητα της παιδικής ηλικίας, το πλέον άφθαρτο μέρος του εαυτού του. Φυσικά δεν είχε πάνω του τίποτα το παιδικό, απεναντίας μάλιστα· συχνά όμως έδινε την εντύπωση ότι δε ζούσε στην επιφάνεια του εαυτού του – ήταν βυθισμένος. Το «καλύτερο» από το οποίο διαρκώς προερχόταν όταν αυτή η ιδιωτική κρύπτη του οικογενειακού χρόνου, που απαιτούσε παρατεταμένες ακινησίες, «βαριά» τσιγάρα σαν διαβατήρια άδεια προς το μύχιο, απόλυτη αυτοσυγκέντρωση σε ένα φίλτρο ζωής όπου αφουγκραζόταν τους ψίθυρους του αίματος. Εκεί που άλλοι έχουν ανάγκη να λησμονήσουν, αυτός είχε επείγουσα ανάγκη να θυμηθεί.