Πήρε τον δρόμο για τη θάλασσα με το κορίτσι στα χέρια του. Πότε από το μονοπάτι με τ’ αγκάθια, πότε απ’ τον αυτοσχέδιο δρόμο, και έφτασε τελικά ροβολώντας εκεί που κατέβαιναν για ούζα. Η Μακρόνησος απέναντι φαινόταν σκοτεινή. Έδεσε πάνω του το κορμί της μ’ ένα σκοινί από τα πεταμένα για τις βαρκούλες της παραλίας κι έβαλε μέσα απ’ το ματωμένο του πουκάμισο δύο κοτρόνες. Μπήκε στη θάλασσα και προχώρησε, σφίγγοντάς τη δυνατά στην αγκαλιά του, όπως τους άρεσε να κολυμπάνε. Περπάτησε μετά σταθερά προς το νησί, ώσπου βυθίστηκαν στο νερό. Από κάποιο σπίτι, πολύ μακριά, ακουγόταν ένα τραγούδι. «Μαύρος μάγκας ο καιρός και μαύρο φίδι…»