Πάνω απ’ όλα με είλκυε η τέχνη της κοπτικής και της ραπτικής. Υπήρχε μία εξήγηση. Όταν ήμουν μικρός, η μητέρα μου έπρεπε να εγχειριστεί στο στομάχι, πράγμα που απαιτούσε μακρόχρονη μετεγχειρητική ανάπαυση. Ο πατέρας μου δούλευε. Έτσι με έδωσαν στην κόρη μιας θείας μου. Η Νίκη, μοδίστρα, έμενε σε ένα ημιυπόγειο που ένα τμήμα του είχε μεταμορφωθεί σε εργαστήριο. Στον μεγάλο χώρο, γεμάτο κούκλες, τραπέζια, ραπτομηχανές, κουβαρίστρες, ψαλίδια, μεζούρες, βελόνες, καρφίτσες, πατρόν, κάμποτα κι όλων των ειδών τα υφάσματα, η Νίκη έκοβε κι έραβε με τη βοήθεια δύο βοηθών, ενώ μια χοντρή γάτα πηδούσε από δω κι από κει και το κουδούνι χτύπαγε συνεχώς : πελάτισσες ή πλασιέ υφασμάτων. Ήμουν στη χώρα των θαυμάτων.