Ξημερώματα 16ης Σεπτέμβρη 1977. Η Μαρία Κάλλας, αποτραβηγμένη στο παρισινό διαμέρισμά της, διανύει τις τελευταίες ώρες της ζωής της. Μια ένδοξη ζωή παρελαύνει αποσπασματικά εμπρός μας, μέσα από γνωστά και άγνωστα στιγμιότυπα ενός πολυκύμαντου βίου, εμποτισμένα με ισχυρότατες δόσεις μυθοπλασίας. Δίχως ίχνος νοσταλγίας, η Μαρία μονολογεί απευθυνόμενη στον (αόρατο) Toy, τον αγαπημένο της τετράποδο φίλο τον «μόνο πιστό» όπως επισημαίνει. Ξεφυλλίζει τα βιβλία συνταγών που επί χρόνια διατηρούσε μανιωδώς, σιγοψιθυρίζει το αγαπημένο της τραγούδι από την «πιο γλυκιά ελληνική φωνή» που της χάρισε ελαφρολαϊκούς δίσκους, όταν τη συνάντησε στα ωραία (πρώτα) χρόνια του Ωνάση, διαβάζει (στα ιταλικά) ποιήματα που της αφιέρωσε ο Παζολίνι, στρώνει το τραπέζι για λίγους κι εκλεκτούς, ώσπου η πραγματικότητα να μπερδευτεί ολότελα με το χθες και η κατάρρευση να της στερήσει τον λόγο. Μια ασυνήθιστη ζωή σε μια συνηθισμένη νύχτα. Την τελευταία, πριν την προδώσει -μια για πάντα!- η καρδιά της. Ή μήπως όχι η καρδιά της;