Τους τάφους και τα μνημεία δεν τα χρειάζονται πλέον οι μαχητές εκείνοι που έστω και άταφοι πέρασαν στην Αθανασία. Τους τάφους και τα μνημεία τους χρειάζονται τα παιδιά των πεσόντων, οι συγγενείς τους, όλοι εμείς γιατί είναι δικοί μας άνθρωποι. Τους χρειαζόμαστε για να γίνουν όλα αυτά, που δεν έγιναν. Για να κάψει το λιβάνι, ν’ ανάψει το κερί, ν’ αποτεθεί ένα στεφάνι για να κάνουμε το ελάχιστο χρέος μας ως έθνος.
Οι ήρωες δεν απαιτούν, αλλά περιμένουν. Δεν διαμαρτύρονται που παρέμειναν άταφοι 80 χρόνια στη Βόρειο Ήπειρο. Περιμένουν εμείς, οι επιγενόμενοι, να κάνουμε το καθήκον μας. Να πράξουμε τα στοιχειώδη, που επιβάλλουν τα πανάρχαια έθιμα μας, τον ιδιαίτερο σεβασμό στους νεκρούς. Να θυμηθούμε το «νεκρούς θάπτειν, νεκρούς μη υβρίζειν». Οι ήρωες περιμένουν να ανταποκριθούμε στις θρησκευτικές, εθιμικές και εθνικές μας υποχρεώσεις, να κάνουμε το ιερό μας καθήκον, όπως το επιτάσσει η ιστορική μας κληρονομιά. Δεν αρκούν οι τυπικοί πανηγυρικοί λόγοι, οι δοξολογίες, οι παρελάσεις, η κατάθεση στεφάνων κάθε 28η Οκτωβρίου.
Επιτακτική προβάλλει η ανάγκη να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες τους για μια Ελλάδα ελεύθερη και περήφανη.
Οι ήρωες έγραψαν τη δική τους ιστορία για την πατρίδα, πάνω στα λαγκάδια, στα βουνά, στους κρημνώδεις βράχους της Βορείου Ηπείρου. Πότισαν τη γη με αίμα και δάκρυ. Για τους πεσόντες στους αγώνες του έθνους ο Στρατηγός Μακρυγιάννης αναφέρει:
[…] Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου για την τιμή και την ελευθεριά σου δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Και αν εσύ τους λησμονήσεις θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίμα και δάκρυα […].
Γ . ΣΟΥΡΛΑΣ
[από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]