Μια διαδρομή από τη χαρά και την οίηση στη συντριβή και τελικά ξανά στην ελπίδα.
Η μέρα φωταγωγεί ισότιμα όλων των ανθρώπων τις πράξεις χωρίς να σέβεται κανένα μυστικό. Αναπολούμε τη διαύγειά της μόνο όταν ο ήλιος μάς αποχαιρετά, σε μια καταληκτική παράσταση πορφυρής μεγαλοπρέπειας. Παραδινόμαστε έκπτωτοι στη σαγήνη του λυκόφωτος, προσδοκώντας την αφύπνιση νυχτερινών αισθητηρίων. Καθώς ο πάγος της καθημερινής έγνοιας λιώνει σ’ έναν μονήρη χορό αισθαντικού αναστοχασμού, ο κόσμος φαίνεται ολότελα διαφορετικός, σχεδόν γυμνός, όπως άλλωστε κι ο ταλαίπωρος εαυτός μας.
«Όπου ενδημεί μελαγχολία, τα χαμόγελα θυμίζουν κλειδαριές που αμπαρώνουν εύθραυστες καρδιές, επαιτώντας κάποιαν ασυλία…»