Η συγγραφέας του βιβλίου αγαπά τα παραµύθια.
Όλα τα παραµύθια, όχι µόνο εκείνα µε τον Γιάννο και τη Μάρω, µε τους δράκους και τις βασιλοπούλες και τις λάµιες και τους ραφτάκους των παιδικών της χρόνων, αλλά και, κυρίως, εκείνα που λένε οι µεγάλοι µεταξύ τους. Τα παραµύθια-ιστορίες που βρίσκουν το ερέθισµα και εστιάζουν σε κάτι καθηµερινό, κάτι γνωστό σε όλους (ή σχεδόν σε όλους…) για να το σχολιάσουν, να το ζυγίσουν συναισθηµατικά, να το αντιστοιχίσουν µε την εµπειρία και τη µνήµη, να του δώσουν νόηµα. Τις ιστορίες, τάχα, για να περνά η ώρα στη συντροφιά των φίλων, αλλά στην πραγµατικότητα για να δηλώνουν έµµεσα αυτό που πιστεύουν πως έχει νόηµα.
Γράφει, λοιπόν, κι αυτή ιστορίες-παραµύθια ψάχνοντας και εστιάζοντας σε πράγµατα που της φαίνεται πως έχουν νόηµα. Γιατί αυτό νοµίζει ότι πρέπει να κάνει… Πώς αλλιώς να µιλήσει στους φίλους της;