«Χαμένη.
Τριγυρνάω στο σπίτι καταπονώντας τον εαυτό μου, αρνούμενη να αντιμετωπίσω την αλήθεια, και σκέφτομαι οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτό που έρχεται. Από αυτό που πρέπει να κάνω. Πρέπει να το κάνω; Θα έπρεπε να κάνω εισαγωγή στο νοσοκομείο; Γιατί; Τι θα άλλαζε στο τέλος;
Θα με τρυπήσουν παντού και θα χύσουν στις φλέβες μου χημικά που θα κάνουν τι; Θα καθυστερήσουν το δρεπάνι που θα κόψει το νήμα της ζωής μου; Και; Λίγες μέρες μπρος, λίγες πίσω, τι διαφορά μπορεί να έχουν; Είδα τη μάνα μου να τελειώνει με αυτό τον τρόπο. Τίποτα δεν άλλαξε εκτός από την καθημερινότητά της, που έγινε ένα μαρτύριο χωρίς διέξοδο. Πόνοι, ίλιγγοι, αδυναμία, και η λεκάνη της τουαλέτας μόνιμα μπροστά της.
Όχι… δε θα μπορούσα να ξαναπεράσω κάτι τέτοιο.
Αν σβήσω, προτιμώ να σβήσω με τον δικό μου τρόπο κι όχι σαν σκουλήκι που σέρνεται χάμω. Όλοι όσους αγάπησα έγιναν φαντάσματα, αλλά όσο ανάσαινα έλεγα ότι θα παλέψω να κρατήσω την ανάμνησή τους ζωντανή.
Προέρχομαι από έναν κόσμο που ο θάνατος ήταν πάντα στο προσκέφαλό μου τα βράδια, αλλά πάντα είχα στόχο να ξεφύγω, να φτάσω πίσω στο σπίτι. Εδώ στο απάνεμο της Μπριζ· μα κάπου στη διαδρομή έχασα μάλλον την ψυχή μου, κι έμεινε απλά το κουφάρι μου πίσω να μετράει μέρες… Γλοιοβλάστωμα; Ας είναι κι έτσι…»
Πόσες ζωές σου αρκούν να αγαπήσεις τον ίδιο άνθρωπο;
Να τον χάνεις μέσα από τα χέρια σου;
Να τον βρίσκεις ξανά και να τον αγαπάς με δανεικό χρόνο;