«κουβαλώντας μπουρίνια οργής»
Σε τούτη την παράφρονα πόλη/ με τον λαιμό σφιγμένο/ στη θηλιά της αδικίας/ φοβερά μονάχος/ εραστής του αδύνατου/ αρχηγός της εξέγερσης/ δημιουργείς/ μια χορογραφία επίθεσης/ με χτύπους δωρικούς/ εκτοξεύοντας/ τρίστιχα με δυναμίτες/ εκσφενδονίζοντας/ ακτίνες θανατηφόρες/ στα μυαλά των κυριαρχούντων/ προκαλώντας την ανυπαρξία τους.
Από το εισαγωγικό στην ποιητική συλλογή σημείωμα του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη αντιγράφουμε:
«Τα ποιήματα της Χριστίνας Ντούβρη είναι σινιάλα εναντίωσης, είναι ξόρκια αντίστασης. Η Ντούβρη συνομιλεί αενάως με τα χρώματα (πράσινο και κίτρινο και ιώδες, που τα ωθεί προς το μαύρο), με τα αγέρωχα μπλουζ των ταπεινών και καταφρονεμένων, με την ποίηση του Νίκου Καρούζου, με τη ζωγραφική του Γιώργου Ξένου και με εύγλωττες σιωπές και σκιές λέξεων που μοιάζουν με σουγιάδες. Διακονεί, ήδη από τη συλλογή Συμφωνία Κολάσεων (εκδ. Γαβριηλίδης, 2018), έναν μεταλλικό μινιμαλισμό που τον συνέχει η διαλεκτική της επώδυνης σοφίας με την επιμονή στη σφριγηλή νεανικότητα. Διακονεί τον αποφθεγματικό λόγο που είναι απόρροια του πεπειραμένου ανθρώπου, αυτού που περνάει ενίοτε τα πάνδεινα αλλά ανθίσταται μεταρσιώνοντας την οδύνη σε πείσμα μαχόμενο, και συνάμα γίνεται ένα νεανικό ηχείο συντονισμένο στον ροκ τρόπο ζωής. Τα ποιήματά της συνιστούν μανιφέστα ψυχικής ανταρσίας, ρητά προσχέδια μιας ύπαρξης θεμελιωμένης στην αναζήτηση της πηγής μιας νέας ομορφιάς (όπως έλεγαν οι καταστασιακοί του Guy Debord), αποτελούν χρονικά αυτής της περιπλάνησης προς την πηγή που θα προσφέρει νέες ανταρσίες ψυχής, που θα εγγυηθεί καινούργιες καταιγίδες ευχαρίστησης, που θα αρδεύσει κίτρινες υπαρξιακές επαναστάσεις. Αγχόνη, μπαρούτι, και σφαγείο - η Ντούβρη δεν θύει στη γαλήνη και την ηρεμία αλλά στην αναταραχή, στη χλαλοή, στη χλαπαταγή. Είναι μια ευαίσθητη παλλόμενη μεμβράνη που γίνεται, αφού δεχτεί τα δεινά μηνύματα από τον περιρρέοντα ζόφο, ένα τύμπανο πολέμου, ένα ταμπούρλο που προχωρεί ακριβώς σε μια χορογραφία επίθεσης. Και γιατί όχι; Όταν γύρω της (και φυσικά γύρω μας) μαίνεται ο παραλογισμός των βασανιστηρίων, αλλά και η αγριότητα της αλήθειας· όταν τα βλέμματα είναι σκοτεινά και ζεις στον λαβύρινθο της τρέλας αλλά, συνάμα, χτίζεις της ύπαρξής σου τους τοίχους με ένα ανθισμένο λουλούδι. Η απόγνωση, γενικευμένη πια, απέναντι στον επίσης γενικευμένο παραλογισμό, απέναντι στη χαοτική (διεθνώς) κατάσταση, απέναντι στις συσσωρευμένες καταστροφές και τους φυσικούς και ψυχικούς ολέθρους, την ωθεί σε μια (όσο γίνεται ψύχραιμη) ρυμοτομία χάους, στην επιτακτική επιβίβαση στο ευαίσθητο βαγόνι της Τέχνης, στη (λυτρωτική) οικειοποίηση της ομορφιάς που συνοδεύει τη βαθιά μοναξιά, στο να λικνιστεί στο ξέφωτο χορεύοντας με τον αέρα. (...) Με επιμέλεια και μέριμνα ιχνηλατεί ναρκοθετημένες ζώνες, δυσοίωνες εκτάσεις, κόσμους αποικιοποιημένους από παραφρονημένους ηγεμόνες, και γίνεται μια ποιήτρια-ναρκαλιευτής. Κι επίσης, η ποίηση είναι το περισκόπιό της, καθώς εισάγει έναν νέο τρόπο θέασης αρχικά, και στοχασμού εν συνεχεία, των κοινωνικών και προσωπικών δεινών, με στόχο να βγει (και να βγούμε μαζί της, οπλισμένοι με τις έλλογα παράφορες λέξεις της) από τον τυφλό λαβύρινθο όπου μας έχουν ρίξει και εγκλωβίσει η αναισθησία και η αναλγησία. (...). Κι ακόμα, αφού εκβάλει έναν γήινο βρυχηθμό, η Ντούβρη θα περάσει σε μια χορογραφία επίθεσης...»
Χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι στα λεγόμενα του Γ.-Ι. Μπαμπασάκη για την ποίηση της Χριστίνας Ντούβρη, απλώς αναφέρουμε ότι η συλλογή κλείνει με ένα ποίημα, εν είδει επίμετρου, του εικαστικού Γιώργου Ξένου, συντρόφου της ποιήτριας, έργα του οποίου φιλοτεχνούν το εξώφυλλο και το σώμα της συλλογής.
“Μ”
Η Χριστίνα Ντούβρη κατάγεται από τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. (Τμήμα Αρχαιολογίας & Τέχνης). Εργάστηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων στον τομέα τέχνης και πολιτισμού. Έχει γράψει την ετυμολογία στο ορθογραφικό, ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό «Παιδεία», εκδ. Σταφυλίδη (1975) κι έχει επιμεληθεί βιβλία σύγχρονης τέχνης. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.