Τα ειδικότερα ερωτήματα που τίθενται είναι:
Μπορεί να ζητήσει ο ίδιος ο κατηγορούμενος τη διενέργεια ανάλυσης DNA και το σχετικό του αίτημα είναι δεσμευτικό για το δικαστήριο;
Το DNA μπορεί να επιμολυνθεί και να μη συνιστά αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο;
Μπορεί να λάβει χώρα εναπόθεση και μεταφορά DNA από μία επιφάνεια σε μία άλλη και πώς αυτό επιδρά στην κρίση του δικαστή;
Πώς αντιμετωπίζεται το DNA ως αποδεικτικό μέσο από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων;
Τι μπορεί να συμβεί όταν, ενώ έχει ανευρεθεί DNA συγκεκριμένου ατόμου στον τόπο του εγκλήματος, αυτό έχει ακλόνητο άλλοθι;
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα σύνθετα και συνάμα ενδιαφέροντα ζητήματα που καλείται να λύσει η παρούσα μονογραφία, η οποία ευελπιστεί να αποτελέσει οδηγό για τον εφαρμοστή του δικαίου, αλλά και τον απλό πολίτη, ο οποίος μπορεί να βρεθεί έκθετος ανά πάσα στιγμή λόγω της εύρεσης DNA στον τόπο ενός εγκλήματος.