Το βιβλίο αυτό δεν ενδιαφέρεται για κανενός είδους Απολογητική της Θρησκείας απέναντι στην σύγχρονη Επιστήμη ή την Τεχνολογία. Θεωρεί μάλιστα ότι ο καιρός για ένα τέτοιο εγχείρημα παρήλθε ανεπιστρεπτί. Από την άλλη ωστόσο θεωρεί τις παραπάνω, εκ των οποίων, εάν πιστέψουμε τον όψιμο Heidegger (στη διάλεξή του για την «τεχνική γλώσσα», του 1962) είναι η πρώτη που προέρχεται από την δεύτερη και όχι, όπως οι περισσότεροι πιστεύουν, το αντίθετο, ως προνομιακούς, γόνιμους και απαραίτητους συνομιλητές της Θρησκείας (στην οποία ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει, κατά την ρητή υπόδειξη του Αριστοτέλη, και την φιλοσοφική Μεταφυσική). Τούτο σημαίνει μια αμφίδρομη νοηματοδοτούσα σχέση: η (πάντοτε, ούτως ή άλλως) θεολογική μεταφυσική και γλώσσα, προμηθεύει προνομιακά την πνευματική εμπλαισίωση των επιστημονικοτεχνικών εγχειρημάτων και της γλώσσας τους, αφενός, και αφετέρου χειρίζεται εννοιολογικά τις ανακαλύψεις και εφαρμογές τους, προκειμένου να βαθύνει και να εκσυγχρονίσει τις ενοράσεις της. Εάν λοιπόν, όπως πολλοί παραδεχόμαστε, η διϋποκειμενικότητα υπήρξε η μεγαλύτερη ανακάλυψη του περασμένου αιώνα, τόσο για την Φιλοσοφία, όσο και για τις Επιστήμες του Ανθρώπου ταυτόχρονα, τότε το πλαίσιο παραγωγής και ανάπτυξης της διϋποκειμενικότητας δεν είναι ακριβώς η ανθρώπινη κοινότητα; Και είναι δυνατόν να νοηθεί ανθρώπινη κοινότητα, όπως έλεγε ήδη ο Ηρόδοτος, «ανίερος», χωρίς δηλαδή πείρα Θεού; Ούτε η επιστημονική, ούτε η φιλοσοφική, ούτε η καλλιτεχνική, ούτε καν η πολιτική ή εθνική κοινότητα φαίνεται ιστορικά πως αφορούν τόσο μαζικά την ανθρωπότητα, όσο η θρησκευτική κοινότητα – γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο πως η Ιουδαιοχριστιανική σκέψη συνέβαλε ιδιαζόντως στην μεγάλη αυτή ανακάλυψη της διϋποκειμενικότητας, από μέρους της Φιλοσοφίας και των παραπάνω επιστημών. Και είναι ακριβώς στον χώρο της ανθρώπινης διϋποκειμενικότητας που αυτή η Ερμηνευτική της Θρησκείας που εγκαινιάζεται με τον τόμο αυτόν, επιχειρεί να τοποθετήσει την επιστημονικο-τεχνική συνείδηση.