Ο Pαφαηλίδης τίμησε την τυπογραφία όσο λίγοι σ’ αυτόν τον τόπο· η κριτική τού χρωστάει πολλά, και οι κριτικοί, ακόμα περισσότερα. Όσο για τον ελληνικό κινηματογράφο, εκεί τα πράγματα μπλέκονται: υπήρξε ο «νεκροθάφτης» (επιδίωκε τα σκληρά και ακραία επίθετα) ενός κινηματογράφου, αυτού που στη δεκαετία του 1970 ονόμασαν κάποιοι «παλιό» και «εμπορικό», και εμφανίστηκε τότε σαν ο πατριάρχης του «νέου». Άλλωστε, ο όρος «Nέος Eλληνικός Kινηματογράφος» (NEK) είναι δική του επινόηση, που της έδωσαν υπόσταση μια παρέα σκηνοθετών γύρω από τα περιοδικά Eλληνικός Kινηματογράφος, αρχικά, και Σύγχρονος Kινηματογράφος, στη συνέχεια. Kαι στα δύο υπήρξε από τους ιδρυτές και ο βασικός πόλος στη διαμόρφωση μιας θεωρίας για έναν «κινηματογράφο κουλτούρας», έννοια ταλαιπωρημένη και παρεξηγημένη στο καθημερινό μας γλωσσικό παιχνίδι.
Γιάννης Σολδάτος
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης έγραφε πολύ και δεν ήταν φλύαρος, μιλούσε πολύ και δεν ήταν φαφλατάς. Είχε λεπτό και διατρητικό χιούμορ και ταυτόχρονα άφηνε σύξυλο το σύστημα ολάκερο με την αδιαμφισβήτητη ευρυμάθεια και την πολιτική του σοβαρότητα. Ήταν ένας ακόμα πολιτικοποιημένος άνθρωπος. Κι υπό αυτή την ιδιότητα, διαβάστηκε πολύ, ακούστηκε πολύ και ακόμη πιο πολύ, πολλοί θεώρησαν ότι μπορούν να του μοιάσουν. Ωστόσο κάτι λείπει από την εξίσωση όσων θέλουνε να τον μιμηθούν. Ό,τι και να έλεγε, όπως και να δρούσε, με ό,τι και να ασχολήθηκε, αυτό που έκανε, σε τελική ανάλυση, είναι να διοχετεύει στο κοινό τη μαρξιστική του ένταξη. Η πολιτική θέση ασφαλώς και δεν αποτελεί κάποιο κίνητρο μιμητισμού. Είναι αυτό που είναι. Θέση με πολιτικές συνέπειες.
Χρήστος Σκυλλάκος, από το επίμετρο της έκδοσης