Ο άνθρωπος του βιβλίου, μοναχικός, στοχαστής και πραγματιστής συνάμα, βίωσε την τοξική ατμόσφαιρα του χουντικού συστήματος του “Ελλάς Ελλήνων Φυλακισμένων”, αγωνίστηκε ενάντια στα λασπερά ένστικτα όσων χαμήλωναν τον άνθρωπο, ονειρεύτηκε ένα ανώτερο κόσμο.
Η ζήση του ήταν σκέψεις, ιδέες, όνειρα, λιγοστό υπηρετικό σώμα. Ήθελε να νογά και να μιλά λεύτερα, δύσκολα τον φίμωναν. Και δεν τον ένοιαζε που κουβαλούσε παραμάσχαλα ανιδιοτελείς ιδέες, αιμορραγούσα δημοκρατία, απροσκύνητο ηρωισμό, όλα υπέρβαρα• τον βάραινε πιότερο η αναξιοπρέπεια κάποιων κι ήθελε να τους την έκανε, λέει, να σκύψει το κεφάλι ντροπιασμένη.
Μα, σε καιρούς που έζεχνε η στενοκεφαλιά πολλών εξουσιαστών, ο φόβος κι η απελπισία των εξουσιαζόμενων και το βόλεμα των οσφυοκαμπτών; Τι έκανε…;
ΔΙΑΦΩΝΟΥΣΕ στεντόρεια με τη βόλεψη της γινατεμένης απανθρωπιάς, του ερπυσμού της υποκρισίας και του παραλογισμού, της ηλιθιότητας. Αυτό έκανε...!
Μην ήταν πειραγμένος, όμως; Ένας αχαμνός αντιήρωας με τα τόσα κωμικοτραγικά που αντάμωσε στο αταλάντευτο διάβα των σταθερών αξιών του;
Κι αν ήταν αυτός ο κανονικός άνθρωπος; Δεν ήξερε, κι ίσως να το μάθαινε κάποτε, σκέφτεται μέχρι σήμερα, γέρος πια, διαφωνών και με τα γεράματά του…!