Παιδί του δημοτικού ήμουν ακόμα όταν τη γνώρισα στο μοναστήρι. Εκείνη ψηλή, πανέμορφη, σαν ένας άγγελος πάνω στη Γη, εγώ άσχημος, χοντρός, ατσούμπαλος, το ιδανικό θύμα στα πειράγματα του σχολείου. Για όλους αόρατος και απεχθής, για εκείνη ορατός και αγαπημένος.
Μαζί της στο περιβόλι, στην εκκλησία, στην αυλή, στο κοιμητήριο. Οι συμμαθητές μου τα καλοκαίρια έκαναν μπάνια, πήγαιναν διακοπές ή στην κατασκήνωση, κι εγώ πήγαινα με τους γονείς στο μοναστήρι. Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, χωρίς τηλεόραση, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς φίλους. Μόνη μου συντροφιά, τα βιβλία που μου έδινε, ο σκύλος μας ο Ντικ και το μουλάρι μας ο Σταύρος. Μα πρώτα και πάνω απ’ όλους, η αδελφή Καλλινίκη, ο φύλακας άγγελός μου.
Η πιο όμορφη ανάμνηση που έχω από εκείνη είναι τα απογεύματα μετά το πότισμα, που μου έλεγε ιστορίες γεμάτες ελπίδα και όνειρο. Η πιο άσχημη, όταν επέλεξε να «φύγει» χωρίς εμένα, κι ας ήξερε ότι ήθελα από καιρό να «φύγω» πρώτος. Και τώρα μόνος, χωρίς εκείνη, θυμάμαι όσα ζήσαμε, θυμάμαι όσα είπαμε, θυμάμαι όσα έμαθα μαζί της…