O Σπύρος Μπρίκος στο νέο του πεζογράφημα, εν μέσω του μεταμοντέρνου αιώνα που διανύουμε, όπως σημειώνει εισαγωγικά, εμφανίζεται και πάλι ανατρεπτικός, αποδομητικός, βέβηλος. Στον ασφοδελό λειμώνα το μεγάλο σχέδιο του «θ» [θάνατος ή θεός ίσως ταυτόσημα]
Περιγραφή
Οι μισοί πεθάνανε επιτυχώς οι άλλοι πήρανε τον ανήφορο για τα αντικρινά βουνά του σουλίου
Ετούτη η απόβαση στην ακτή αποδείχθηκε ναυάγιο
"Γεννήθηκα τη χρονιά που αυτοκτόνησε ο μαγιακόφσκι. Επέζησα από ένα καπρίτσιο της τύχης. Οι ανάσες μου υπήρξαν άρρυθμες και αγχώδεις, κάποτε επιπόλαιες, τα έργα μου τα γέννησα με ωδίνες παρατεταμένου τοκετού. Όμως αυτός ο δρόμος, η ιωλκός, γέμισε με σκουπίδια. Λερός και ασήμαντος κατάντησε με τα χρόνια. Ψέματα σας είπα ότι εκεί που τελειώνει, στις εσχατιές του κόσμου, ξεκινάει η άβυσσος. Ένα νεκροταφείο πλοίων είναι το αδιέξοδο αυτού του καταραμένου δρόμου."
O Σπύρος Μπρίκος στο νέο του πεζογράφημα, εν μέσω του μεταμοντέρνου αιώνα που διανύουμε, όπως σημειώνει εισαγωγικά, εμφανίζεται και πάλι ανατρεπτικός, αποδομητικός, βέβηλος. Στον ασφοδελό λειμώνα το μεγάλο σχέδιο του «θ» [θάνατος ή θεός ίσως ταυτόσημα] αποτυγχάνει παταγωδώς. Σε αυτή την κοιλάδα, όπου φυτρώνει η αχερωίς και ο ασφόδελος, καταφθάνουν ναυαγοί όσοι διασχίζουνε αιώνες τώρα τον ωκεανό. Στον τόπο αυτό συμβαίνει το εξής παράδοξο, οι νεκροί ολοένα επιστρέφουν. Ο ψυχοπομπός Ερμής φαίνεται να τα έχει χαμένα, το ίδιο και ο χάροντας, η βάρκα του ανατρέπεται από τα νερά του ποταμού που φουσκώνουν στις κοίτες. Οι νεκροί παλινδρομούν ανάμεσα στη σκιά και το φως. Ο θάνατος κινδυνεύει, παύει να είναι ομοιοκατάληκτος. Κι ο Πενθέας τελεί ένα μεγάλο μνημόσυνο για εκείνους που δεν γνωρίζουν το όνομά τους, για όλους τους άγρυπνους και τους ενάρετους που μαζί του απαγγέλουν τη διεθνή του πένθους στη γλώσσα της ποίησης.
Στις σελίδες του συναντιούνται ο Σιμμίας, ο Κέβης, ο Απολλόδωρος, ο Σωκράτης, ο Μένιππος, ο Ουλιάνοφ, ο Εμιλιάνο, ο υποδιοικητής Μάρκος, η υποδιοικήτρια Ελίζα, ο Μωυσής, ο Σιμόν Μπολιβάρ, ο Αδάμ, η Λίλιθ, η Μελουζίν, η Λάμια, οι Άρπυιες, οι Σειρήνες, οι Νηρηίδες, ο Γιεσούα, ο «θ» και η διαβολική φιγούρα του «δ».
Μέσα από λεκτικούς αλλά και νοηματικούς πειραματισμούς επιχειρείται μια αναδιάταξη φράσεων, εικόνων, νοημάτων, ένας πειραματικός τρόπος γραφής και έκφρασης με τα πεζά γράμματα να αποφορτίζουν το κύρος των κυρίων ονομάτων, τα αρκτικόλεξα να υπονοούν έννοιες, όχι στην αρχή αλλά εν τω μέσω της γραφής, με την απουσία τελείας στο τέλος κάθε κεφαλαίου να υποδηλώνει την αδιάλειπτη συνέχεια του βιβλίου.
Η σύνθεση των ενοτήτων του πεζογραφήματος αυτού εμπλέκει φανταστικά και μυθικά πρόσωπα, καθιστώντας συνένοχα μία σειρά από συγγραφικά έργα όπως τις Βάκχες και τη Μήδεια του Ευριπίδη, τη λ’ ραψωδία Νέκυια της Ομήρου Οδύσσειας, τη Θεογονία του Ησίοδου, τους Νεκρικούς Διαλόγους του Λουκιανού, τους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι, τον Φάουστ του Γκαίτε, την Αρκάνα 17 του Μπρετόν, τα άνθη του κακού του Μπωντλαίρ, τις μάγισσες του Μεσαίωνα του Ροΐδη κ.ά. Παράλληλα διαλέγεται με τα συγγράμματα αυτά που κατονομάζονται στο τέλος του βιβλίου.
Ο ασφοδελός λειμώνας περνά μέσα από την ιστορία των ολοκαυτωμάτων της ανθρωπότητας, αλλά και από τις επαναστάσεις: Του δέσανε τα μάτια. Στην πλάτη του κάρφωσαν ένα ξύλο με αιχμές. Από την ραχοκοκαλιά του ψηλά διαγράφονταν ένα τραύμα που διαπερνούσε όλους τους σπονδύλους του και έφθανε ως τη λεκάνη. Ένα πηχτό μαύρο υγρό κυλούσε στις κνήμες του και τους αστραγάλους. Ο δρόμος γυάλιζε όχι από δάκρυα, αλλά από τον ιστό του αίματος. Η πορεία του υπήρξε μαρτυρική με μαστιγώματα και εξευτελισμούς. Ήταν ημέρα κυριακή και απαγορεύονταν οι εκτελέσεις. Τον οδήγησαν σε ύψωμα έξω από την πόλη παρέα με άλλους που δικάστηκαν μαζί, αν και ο νόμος όριζε ο καθένας χωριστά. Αυτός ο επιτάφιος δρόμος, η ιωλκός, γέμισε με τους μελλοθάνατους. Τους ακολουθούσαν γυναίκες πολλές και παιδιά.
Η Μαρία και η Ξανθίππη, ο Ιησούς και ο Σωκράτης μπλέκονται σε ένα πανδαιμόνιο θεολογικής, ιστορικής και φιλοσοφικής αναζήτησης. Είναι τα δαιμόνια που φωτίζουν τον δρόμο της αναζήτησης μιας νέας πορείας: Η ψυχή μας διαστέλλεται. Η αρχή της ήταν η φωτιά και το τέλος της. Η ψυχή μας πυρακτώθηκε μαζί με τη γλώσσα μας. Κατά την ψυχοστασία οι ζυγαριές απορρυθμίστηκαν. Η ίδια έδωσε λανθασμένες διαγνώσεις. Κανείς δεν ήξερε να διαβάζει παλίμψηστα. Η ψυχή μας υπήρξε ψηφιδωτό...