Τα αδιάβαστα σήματα Μορς
Τικ - Τακ
Κι αν θέλαμε πολύ να ταξιδέψουμε
χαθήκαμε σε δισταγμούς
οργανωμένες λεπτομέρειες και προδιαγραφές
προκαταλήψεις κι αριθμούς
πληγές κι αναβολές.
Σακίδιο μας προσπέρασε
του θαύματος η πλάτη
και στο κρεβάτι να λιμνάζει άδεια βαλίτσα
το στόμα της ορθάνοιχτη απορία
στο μέσα της τικ- τακ.
Βόμβα ποτέ δεν έσκασε μα γίναμε κομμάτια.
Τέταρτη ποιητική συλλογή του Δημήτρη (βλ. «Όνομα και χάρη», σελ. 73: Στη συνέλευση υπήρξε λακωνικός:/ Σας παρακαλώ σύντροφοι/ μη με προσφωνείτε Μήτσο./ Θέλω να ρέει καθαρά δίπλα στο ρο/ κάθε μου ήττα) Βέλλα μέσω της οποίας (συλλογής) συνεχίζεται ο διάλογος με τους στίχους-συρμούς που «Κινούνται με μηχανές εσωτερικής καύσης/ Κυλούν αθόρυβα σε δαιδαλώδεις ράγες/ σε σήραγγες, σε πόλεων τις ερήμους». Με τις τέσσερις ποιητικές ενότητες περιγράφονται (α) οι ποιητικές ταλαντώσεις, (β) η πάχνη της γραφής: Λέξη με τη λέξη το παλεύω/ για την ανεμόσκαλα («Κομπορρημοσύνη», σελ. 19), (γ) τα σκιρτήματα που ηχούν ως μακρινές αναπάντητες κλήσεις αγγέλων και (δ) η ηχώ των λόγων της ποίησης: «Παραπαίεις/ στον ορίζοντα των γεγονότων/ παραπλεύρως μιας μελανής σιωπής» («Παραπλεύρως», σελ. 10).
Μια ζωντανή γραφή με έκδηλο τον συμβολικό της τόνο (βλ. ενδεικτικά «Ιατροδικαστές», «Το τραύμα», «Η εμμονή της μνήμης» –ωραίος ο παραλληλισμός των φελλών εν γένει με τη ζύμωση του κρασιού), με πολλές διαλεγμένες παρηχήσεις, ξαφνιάσματα στίχων, ήχους («Τικ-τακ», «Νταπ-νταπ»), παραμύθια για τον Πινόκιο και τον Τζακ με τη φασολιά, φροντισμένος υπολανθάνων λυρικός λόγος («Στο βάθος του ρήγματος φυτρώσανε κρινάκια»), χιούμορ ενίοτε καυστικό: [ ] Αηδίαζε με τα παράσημα/ κι όμως πολεμούσε.// Λάτρευε στίχους/ όπως άγνωστος ποιητής/ που πνίγηκε στην αδικία και στον πόνο./ Αηδίαζε με τα βραβεία/ κι όμως έγραφε.// Να δεις που θα τον πούνε στρατευμένο («Η ρετσινιά», σελ. 74).
Ένας διάλογος άμεσα προσδιορισμένος με τον Σολωμό, τον Φρόιντ (βλ. «Κύκλωπας», σελ. 63), τον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη και τον νεώτερο Γιάννη Αντιόχου, τους αυτόχειρες, Μαγιακόφσκι, Καρυωτάκη, Γώγου, Σιδηρόπουλο, Βίνσεντ βαν Γκογκ: Το είχε μετανιώσει/ ήταν μια στιγμή τρέλας./ Συγχώρα με απολογείται/ εκείνο επιμένει κωφάλαλο./ Παίρνει το πινέλο./ Να, αυτό είναι για σένα, του λέει/ και ζωγραφίζει πάνω του ένα σκουλαρίκι./ Το αυτί μεμιάς αρχίζει ν’ ακούει:/ Τη μουρμουριστή ανάσα της έναστρης νύχτας/ Την ορχήστρα με τις ίριδες/ Τον χορό από τα άνθη της μυγδαλιάς/ Τους θαμώνες του καφενείου να κουβεντιάζουν μες στη νύχτα/ Τον άνεμο στις θίνες.// Μόνο στους κρωγμούς, εκεί στο σταροχώραφο,/ μόνο εκεί, ανατρίχιασε (σελ 62).
Με μια μεστή ποίηση, καταστάλαγμα της συνειδητής παρουσίας του στα γράμματα, ένα αξιοπρόσεκτο υλικό που ο Δημήτρης Βέλλας διαχειρίζεται με απόλυτη επιτυχία έρχεται να διαμορφώσει το ποιητικό του στίγμα. Παρών στο προσκλητήριο του Βέλλα κι ο Τάσος Λειβαδίτης φωτίζοντας διακριτικά την πολιτική θέση της ποίησης: «[ ] Όντως ο Λειβαδίτης ήταν εκεί [στη Μακρόνησο]/ στεκόταν ολόρθος στην ακροθαλασσιά/ με τον φλοίσβο στα μεγάλα του μάτια./ Οι αστερισμοί κρατούσαν την ανάσα τους./ Τον άκουγαν ν’ απαγγέλλει την 25η ραψωδία του» («Αχ, αυτή η μαργαρίτα»).
Ο Δημήτρης Βέλλας γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε ανάμεσα στα καμίνια του Γαλατσίου. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Οι δεκαετίες του βημάτισαν τυχερές, διδασκόμενος και διδάσκων, μπροστά σε πίνακες Δημόσιων Γυμνασίων, διατρέχοντας παράλληλα χιλιάδες μοναχικά χιλιόμετρα μαραθωνίου δρόμου. Έχει στο ενεργητικό του τρεις ποιητικές συλλογές. Η Αυτοψία είναι το τέταρτο ποιητικό του βιβλίο.