«Ένα αυγουστιάτικο πρωινό ο Γουλιέλμος Σπουτακιέρα ξύπνησε με τη μούρη του χωμένη σε δυο ωραιότατα στήθη: τα δικά του. Μέσα σε οχτώ ώρες ύπνου είχε μεταμορφωθεί σε γυναίκα, πλάσμα παντελώς άγνωστο σ’ αυτόν, που σε τριάντα χρόνια ζωής δεν είχε σχεδόν ποτέ καταφέρει να πλησιάσει.
Για να πειστεί πως δεν ήταν όνειρο χρειάστηκε να τσιμπήσει τα μάγουλα, τους γλουτούς, να ψάξει για μάρτυρες, ειδάλλως μπορούσε να παραμείνει στο κρεβάτι, να αποκηρύξει την αθεΐα του, και να παρακαλέσει στα κουτουρού ώστε κάποιος εκεί πάνω στην κορυφή, ο Χριστός, ο Αλλάχ, ένας εξολοθρευτής αστεροειδής, να έκανε κάτι.
Αλλά για να υπερνικήσει τον φόβο, για να σηκωθεί, δεν ήταν το θάρρος ή η περιέργεια που τον ώθησε, μα ένας ακόμη μεγαλύτερος φόβος. Μες στη δίνη εκείνων των νέων αισθήσεων ο Σπουτακιέρα είχε ξεχάσει μια αποφασιστικής σημασίας λεπτομέρεια, κάτι που για το αρσενικό είναι παραπάνω και από όργανο, παραπάνω και από φίλος, αλλά αντιπροσωπεύει τη δονούμενη βελόνα της ζωτικής του πυξίδας. Είχε χάσει το πέος, το ερωτικό φυλαχτό, το υποτιμημένο καρτελάκι του ανδρισμού του».