Σ’ αυτό το μικρό βιβλίο γίνεται λόγος για φωτιά.
Μια φωτιά που καίει αλλά δεν καταστρέφει.
Κάνει λόγο για ζωή που αγνοεί τον θάνατο, σαν να μην θέλει εξαρχής να ξέρει τίποτα γι’ αυτόν.
Κάνει λόγο για χαρά, που ξεσπά όταν οι άγγελοι του θεϊκού καθήκοντος σκουπίζουν τα τελευταία δάκρυά τους.
Κάνει λόγο για τον κόσμο που έρχεται.
Είναι μαρτυρίες αφημένες σχεδόν στην αμεσότητα του προφορικού λόγου, γιατί μάλλον δεν μπορεί να παρεμβληθεί άλλο πρόσωπο μεταξύ του εκτοπισμένου και του αναγνώστη, ώστε χρησιμοποιώντας τις λέξεις, τη γραμματική, το συντακτικό, να μεταφέρει τη μαρτυρία του διασωθέντα.
Λέξεις που δεν συνδέονται με μια οδύνη δεν είναι λέξεις παρά άχυρα.
Τι να σημαίνουν άραγε λέξεις που δεν γεννήθηκαν μέσα στην εμπειρία της οδύνης των κρεματορίων και των θαλάμων αερίων;
Τα κείμενα του βιβλίου αποτελούν τις συνταρακτικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν στο κορμί τους τη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας, αλλά και στην καρδιά τους την παγωνιά της εγκατάλειψης του Θεού μέσα στα στρατόπεδα εξόντωσης και στα γκέτο.
Η ιδιαιτερότητα των μαρτυριών αυτών έγκειται στη συγκλονιστική αφοσίωση του ανθρώπου να λατρεύει τον Θεό τη στιγμή που ο Θεός τού γυρνά την πλάτη. Τη στιγμή που ο Θεός εκκωφαντικά σιωπά και αποσύρει τη φροντίδα Του από τα βάσανα των παιδιών Του.
Μια λατρεία μόνο αγάπη, χωρίς παρηγοριά, χωρίς προσδοκία σωτηρίας, στερημένη κάθε θεϊκής συντροφιάς και βοήθειας.