Η κατανόηση της διαφθοράς ως φαινομένου δια της θεωρίας αυτού, είναι, που θα επιτρέψει στον αναγνώστη να αντικρύσει καταπρόσωπο αυτά τα οποία είτε δεν μπορεί, είτε δεν θέλει, είτε δεν του επιτρέπουν να κατανοήσει σε σχέση με το φαινόμενο.
Αν αναλογισθούμε ότι, η πραγματικότητα της κάθε μορφής διαφθοράς ως ανθρώπινη πράξη, σε κάποιον χώρο και χρόνο, μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική από τον τρόπο και τον βαθμό με τον οποίο ένας μελετητής αντιλαμβάνεται το φαινόμενο ως ολότητα, ίσως τότε μπορέσουν οι κοινωνικές επιστήμες να συνεργασθούν για να προσεγγίσουν το φαινόμενο, για να σταματήσουν την σκόπιμη και παραπλανητική ταύτισή του με συγκεκριμένες μορφές του.
Αν αντιληφθούμε το παράδοξο, του να ακούγονται από παντού φωνές σταυροφόρων για το φαινόμενο, την ίδια στιγμή που οι φωνές αυτές αποδεικνύονται στην πράξη βουβές ως προς την ανάγκη ανάδειξης του εκάστοτε πλαισίου γένεσης των μορφών του και διαχείρισης των αποτελεσμάτων τους υπό μία υπερβατική προοπτική πολιτισμού, ίσως τότε, να περιορισθούν και οι απαντήσεις δίχως ερωτήσεις από τους εκάστοτε διανοούμενους της διαφθοράς.